Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Πλάτων

Ο Πλάτων (427 π.Χ.347 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη. Το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων έχει σωθεί ολόκληρο (του αποδίδονται ακόμα και μερικά νόθα έργα)· άσκησε τεράστια επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέχρι τις ημέρες μας. Κύριος οικοδόμος της φιλοσοφίας, οδηγητής είτε προάγγελος μεταγενεστέρων προβάσεών της, εμπνευστής άμεσα ή έμμεσα των σπουδαιότερων κοινωνικοπολιτικών οραματισμών. Ο Πλάτων, μεταξύ άλλων, έγραψε την Απολογία του Σωκράτους, η οποία θεωρείται ως μια σχετικά ακριβής καταγραφή της απολογίας του Σωκράτη στη δίκη που τον καταδίκασε σε θάνατο, το Συμπόσιο όπου μιλά για τη φύση του έρωτα,τον «Πρωταγόρα» όπου μεταξύ άλλων θεμελιώνεται θεωρητικά η αρχή της «πρόληψης» που δεν λαμβάνει την ποινή ως απολύτως «ανταποδοτική», τον Παρμενίδη και τον Θεαίτητο, όπου θεμελιώνει την αντικειμενικότητα του λόγου και της ιδέας, ενώ σε δύο μακρούς διαλόγους, την Πολιτεία και τους Νόμους περιέγραψε την ιδανική πολιτεία Πληροφορίες για τη ζωή του Πλάτωνος αντλούμε κυρίως από αρχαίες βιογραφίες. Σημαντικότερες θεωρούνται εκείνες του Απουλήιου (De platone et eius dogmate, 2ος αι. μ.Χ.), του Διογένη Λαέρτιου (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων) και του Ολυμπιόδωρου (Βίος Πλάτωνος, 6ος αι. μ.Χ.). Όπως παραδίδεται από τη βιογραφική παράδοση, γεννήθηκε το 427 π.Χ. στην Αθήνα ή, κατά τον Διογένη, στην Αίγινα. Kαταγόταν από εύπορη αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αρίστων, από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του η Περικτιόνη, η οποία ήταν αδερφή του Χαρμίδη, ενός από τους Τριάκοντα τυράννους, και ανιψιά του Κριτία, επίσης μέλος των Τριάκοντα, με καταγωγή από το γένος του νομοθέτη Σόλωνος. Αδέρφια του ήταν οι Αδείμαντος και Γλαύκων. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά αργότερα ονομάστηκε Πλάτων επειδή είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Όταν ο πατέρας του πέθανε, η Περικτιόνη παντρεύτηκε το θείο της, Πυρίλαμπη, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον Περικλή. Ο Πλάτων γνώρισε τον Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.).
Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη παρέμεινε στην Αθήνα για περίπου τρία χρόνια και κατόπιν κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη και άλλους σωκρατικούς. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια εικάζεται πως ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, ωστόσο τα στοιχεία που διαθέτουμε για το ταξίδι αυτό θεωρούνται επισφαλή. Αντιθέτως, βεβαιότητα υπάρχει για τα ταξίδια του στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Στον Τάραντα 387 π.Χ.γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου του πρεσβύτερου γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι' αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα οδηγήθηκε προς πώληση σε σκλαβοπάζαρο όπου ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερις εξαγόρασε την ελευθερία του.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα ίδρυσε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία (περ. 387 π.Χ.). Το 367 π.Χ ο Διονύσιος Β' ο νεότερος διαδέχτηκε τον Διονύσιο Α' στην εξουσία. Με προτροπή του Δίωνα, ο Διονύσιος προσκάλεσε τον Πλάτωνα ως σύμβουλό του και εκείνος αποδέχτηκε την πρόσκληση με την ελπίδα πως θα εφάρμοζε τα πολιτικά του ιδεώδη. Ταξίδεψε στις Συρακούσες το 366 π.Χ. ωστόσο σύντομα επήλθε ρήξη με τους άλλους συμβούλους του βασιλιά. Ο Δίων εξορίστηκε και ο Πλάτωνας παρέμεινε στην αυλή του Διονύσιου ως φιλοξενούμενος και αιχμάλωτος μέχρι το 365. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 362 π.Χ., μετά τη συμφιλίωση του Δίωνα με τον Διονύσιο, ωστόσο νέες προστριβές μεταξύ τους οδήγησαν τον Πλάτωνα στην απόφαση να εγκαταλείψει τις Συρακούσες το 361. Επέστρεψε στην Αθήνα όπου μέχρι το θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων. Μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ, [Νεότερη περίοδος] υπό τη διεύθυνση του Αντίοχου του Ασκαλωνίτη η Ακαδημία αποτελούσε το κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Στις αρχαίες βιογραφικές πηγές διακρίνονται ετερόκλητες κρίσεις για το χαρακτήρα του Πλάτωνα, καθώς σε ορισμένες παρουσιάζεται ως σοφός και θείος (θεϊκός) ενώ άλλες τον περιγράφουν ως υπερόπτη και ζηλόφθονο υπηρέτη των τυράννων, που σχεδίασε εσφαλμένα την εικόνα του Σωκράτη και των σοφιστών.Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνα είναι αρχικά μνήμη και φήμη, εξιδανικευτική, του βίου και του θανάτου και του ήθους του Σωκράτη, αλλά και ανάπτυξη, ευμέθοδη και πολύπτυχη της διδασκαλίας του, πιστή ως κάποιο βαθμό στο πνεύμα του. Τα έργα του Πλάτωνα (36) εκτός από την Απολογία και τις Επιστολές είναι γραμμένα σε μορφή διαλόγου. Ως κεντρικό πρόσωπο στους διαλόγους, εκτός από έναν, τους Νόμους, παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ακόμη και όταν σε κάποιον διάλογο σαν να παραμερίζεται σε θέση ακροατή. Σε κανένα διάλογο δεν εμφανίζεται ο ίδιος ο Πλάτων. Οι συζητήσεις ονομάζονται με το όνομα ιστορικά υπαρκτών προσώπων και μόνο σε τρεις διαλόγους της τελευταίας περιόδου: στον Σοφιστή, στον Πολιτικό και στους Νόμους εμφανίζεται ως κύριος συζητητής δίχως μνεία ονόματος ο «Ελεάτης Ξένος» στον πρώτο, ο «Ξένος» στο δεύτερο, ο «Αθηναίος Ξένος» στον τρίτο. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Ζ' Επιστολή όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δραστηριότητά του στη Σικελία. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται συνήθως με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. ΤίμαιοςΓοργίαςΠρωταγόρας κ.λπ. Έξι μόνο διάλογοι, το Συμπόσιον, η Πολιτεία, ο Σοφιστής, ο Πολιτικός, οι Νόμοι και η Επινομίς τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους, όπως εικάζουν οι φιλόλογοι, κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.
Στον Πλάτωνα αποδίδονται περί τα τριάντα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, πολλά από τα οποία αμφισβητούμενα. Γεγονός πάντως είναι ότι ο φιλόσοφος στα νιάτα του έγραψε αρκετά ποιήματα, τα οποία όμως έκαψε όταν γνώρισε τον Σωκράτη και εξόρισε τους ποιητές από την Πολιτεία του.
Αλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές έβαλαν πρώτοι το ζήτημα της χρονικής σειράς των πλατωνικών διαλόγων, όμως δίχως αντικειμενικά κριτήρια. Κατά την Αναγέννηση ήταν η δεύτερη φορά που ετέθη πάλιν το πρόβλημα της χρονικής σειράς των διαλόγων, και τότε όμως, δίχως αποτέλεσμα, γιατί ούτε με κριτήρια ούτε με μέθοδο έγινε.
Υπάρχει η δυνατότητα, μερικοί διάλογοι να χρονολογηθούν απόλυτα, δηλαδή ή να τοποθετηθούν σε ορισμένο χρονικό σημείο ή με βάση έναν terminum post quem να περιορισθούν μέσα σε διάστημα αρκετά στενό για το χρόνο της συγγραφής τους.
  • Έτσι, όλα τα έργα που προϋποθέτουν το θάνατο του διδασκάλου έχουν γραφεί ύστερα από το έτος 399 π.Χ. Είναι πιθανόν, ότι πρώτη κατά σειράν σ΄ αυτά τα έργα έρχεται η «Απολογία» και ύστερα ακολουθούν τα άλλα «Κρίτων» και «Ευθύφρων» για την ευσέβεια. Επίσης είναι βέβαιο ότι ο «Φαίδων» είναι το τελευταίο έργο της σειράς αυτής, γιατί εδώ πια έχουμε καθαρή τη θεωρία της ιδέας.
  • Άλλη μεγάλη ιστορική τομή μέσα στη ζωή και το έργο του Πλάτωνα είναι το άνοιγμα της Ακαδημίας, δηλαδή το έτος 387 π.Χ. Όλοι λοιπόν οι διάλογοι, όσοι υποδηλώνουν το διδακτικό έργο της Ακαδημίας, καθώς επίσης και όσοι μαρτυρούν σπουδές μαθηματικές και ιατρικές, έχουν γραφεί ύστερα από το άνοιγμα της Ακαδημίας. Την απαρχή αυτής της σειράς αποτελεί ο «Γοργίας»,προγραμματικό έργο του ανοίγματος της Ακαδημίας, όπως και ο Μένων που έχει σαφέστατη σχέση με τα μαθηματικά και με τις έννοιες της ιατρικής επιστήμης.
  • Ο «Μενέξενος» πρέπει να τοποθετηθεί μετά το έτος 386 π.Χ., διότι, όπως φαίνεται από τον οικείο διάλογο, προϋποθέτει την «βασιλέως ειρήνη», την Ανταλκίδεια ειρήνη..
  • Το «Συμπόσιον» τοποθετείται αμέσως μετά το έτος 385 π.Χ. από όλους εκείνους οι οποίοι σχετίζουν όσα λέγονται για το σκόρπισμα των Μαντινιέων σε χωριά, πράγμα που έγινε το 386 π.Χ. 
  • Αμέσως μετά το έτος 369 π.Χ. πρέπει να είναι γραμμένος ο «Θεαίτητος», διότι ο μαθηματικός Θεαίτητος τραυματίστηκε το έτος αυτό στη μάχη των Αθηναίων με τους Θηβαίους που έγινε το έτος αυτό και πέθανε εξαιτίας αυτού. Ο διάλογος είναι λοιπόν μνημόσυνο εις Θεαίτητον.
Ο Ούλριχ Βιλαμόβιτς (Wilamowitz) είναι εκείνος που μελέτησε και τα έργα του Tenneman, Schlermacher, Zeller και έφερε εις πέρας το έργο τούτο: Δύο πράγματα είναι σήμερα πια βέβαια ότι πρώτον το ύφος του Πλάτωνος, όσο προχωρεί ο ίδιος σε ηλικία γίνεται δύσκαμπτο, χάνει την πλαστικότητα που έχουν διάλογοι της ακμής καθώς και την ευχέρεια της αισθητικής σκηνοθεσίας που έχουν τα πρώτα δοκίμια της δημιουργίας του. Και δεύτερον, ότι ύστερα από τη μυθοποιία της ιδέας, όπως παρουσιάζεται στα στα τρία έργα «Συμπόσιο»  «Φαίδωνα» ή περί ψυχής, όπου περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Σωκράτη και «Φαίδρο» , στα πολύ πιό ώριμα χρόνια της ζωής του ο Πλάτων έγραψε τα καθαρώς λογικά έργα «Παρμενίδης» ή περί ιδεών, «Θεαίτητο» ή περί επιστήμης, «Σοφιστής» ή περί του μη όντος, «Πολιτικός» και «Φίληβος» ή περί ηδονής ηθικός, όπου ο λόγος άσκεπος πια από μύθο, όλος ρώμη και κάματο πορεύεται μόνος προς το ιδανικό τέρμα της ζωής του, την ιδέα.
Η στατιστική όμως της γλώσσας  μαζί με την κριτική του περιεχομένου των διαλόγων δεν έλυσαν μόνον το ζήτημα της χρονολογικής τους σειράς, αλλά τερμάτισαν και το ζήτημα της γνησιότητας. Ότι οι διάλογοι αυτοί είναι υποβολιμαίοι, προκύπτει όχι μόνον από τη γλωσική κριτική, αλλά και από εσωτερικούς λόγους, δηλαδή το περιεχόμενό τους δεν είναι καθ΄ όλα σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία.
Έτσι κατά τη σημερινή κρίση της φιλολογίας, πρέπει από τους διαλόγους, που ο παλιός γραμματικός Θράσυλλος έχει κατατάξει σε τετραλογίες, να θεωρηθούν πλαστοί οι ακόλουθοι διάλογοι: ο «Αλκιβιάδης ΙΙ», ο «Ίππαρχος», οι «Αντερασταί», ο «Θεάγης», ο «Κλειτοφών», ο «Μίνως», η «Επινομίς». Ο «Αλκιβιάδης ο Ι» ή ο μείζων είναι φανερόν, ότι προϋποθέτει τον «Αλκιβιάδη το ΙΙ» ή ελάσσονα, ώστε είναι γραμμένος ύστερα απ΄ αυτόν. Πλαστά είναι επίσης και τα δοκίμια που ο Θράσυλλος άφησε έξω από τις τετραλογίες του, δηλαδή οι «Όροι», «Περί δικαίου», «Περί αρετής», ο «Δημόδοκος», ο «Σίσυφος», η «Αλκυών», ο «Ερυξίας», ο «Αξίοχος».
Ο Γάλλος ιστορικός της φιλοσοφίας Ζακ Σεβαλιέ τονίζει στο έργο του «Ιστορία της σκέψης» (1955) την κυρίαρχη παρουσία ή έστω ανταύγεια της πλατωνικής φιλοσοφίας σε ολόκληρο το Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση και στους Νεότερους χρόνους, ενώ ο Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς προβάλλει τον Πλάτωνα ως το τον πρώτο από τους τρεις θεμελιωτές του φιλοσοφείν.
Η ιστορία της φιλοσοφίας μέχρι τον Κικέρωνα είναι σαφώς επηρεασμένη από αυτόν και είτε αμφισβητεί είτε ακολουθεί τη διδασκαλία του. Ο μαθητής του Αριστοτέλης, εξ ίσου επιδραστικός με τον ίδιο, οδηγήθηκε στην ανάπτυξη τμήματος του έργου του ως απάντηση στον πλατωνισμό. Η σχολή την οποία ο Πλάτωνας ίδρυσε το 387 π.Χ., η Ακαδημία, συνέχισε να ακμάζει ως τις αρχές του πρώτου αιώνα π. Χ., έχοντας όμως μετατραπεί σε σκεπτική σχολή μετά τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.
Κατά την εποχή του Αυγούστου υπήρξε αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας, ο μεσοπλατωνισμός με εκπροσώπους όπως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ενώ κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα ο μεσοπλατωνισμός άρχεσαι να μετατρέπεται σταδιακά, υπό την επίδραση του νεοπυθαγορισμού και του ερμητισμού στην κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Αίγυπτο, στο κίνημα του νεοπλατωνισμού, με αρχικούς εκπροσώπους όπως ο Πλωτίνος, το οποίο είχε ιδεαλιστικόμυστικιστικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα. Η Ακαδημία στην Αθήνα επανιδρύθηκε ως κέντρο νεοπλατωνικών μελετών κατά τον τέταρτο αιώνα.
Την ίδια εποχή, περίοδο έντονων θρησκευτικών ζυμώσεων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σταδιακής επικράτησης του χριστιανισμού στη Μεσόγειο, οι ακόλουθοι της αστικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας αλλά και των ελληνικών μυστηριακών λατρειών συσπειρώθηκαν γύρω από τον νεοπλατωνισμό ως υπερασπιστή του μέχρι πρότινος επικρατούντος παγανισμού. Μεμονωμένοι νεοπλατωνικοί και παγανιστικοί πυρήνες επέζησαν ως τον έκτο αιώνα, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμα την Ακαδημία της Αθήνας (529 μ.Χ.). Μετά περίπου εννέα αιώνες το έτος 1439 ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων γράφει στη Φλωρεντία το πολύκροτο έργο του: Περί ὧν Αριστοτέλης πρός Πλάτωνα διαφέρεται που αποτέλεσε το έναυσμα της διαμάχης πλατωνικών και αριστοτελικών στο Βυζάντιο και στην Ιταλία.
Ο πλατωνισμός επιβίωσε υπογείως καθ' όλον τον Μεσαίωνα, κρυμμένος σε μυστηριακά ρεύματα, έως ότου οι πρωτότυπες ιδέες του ήλθαν και πάλι στο φως και σχολιάστηκαν κατά την Αναγέννηση. Έτσι ούτε η νεότερη φιλοσοφική σκέψη έμεινε ανεπηρέαστη από αυτόν. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν να ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούνται πάνω σ' αυτές εκσυγχρονίζοντάς τες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου