Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ερνέστο Τσέ Γκεβάρα (Επέτειος θανάτου)


Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Ernesto Guevara de la Serna) (14 Μαΐου 1928 στο Ροσάριο, Αργεντινή; † 9 Οκτωβρίου 1967 στη Λα Ιγκέρα (La Higuera), Βολιβία), γνωστός ως Τσέ Γκεβάρα, ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής - Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός. Συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα, αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές γνώσεις του και αργότερα ως διοικητής των ανταρτών, ενώ υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.
Όπως και ο Μάο Τσετούνγκ, ο Ερνέστο Γκεβάρα ανάπτυξε θεωρίες πάνω στη στρατηγική και την τακτική του μοντέρνου ανταρτοπολέμουκαι προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες στην πράξη.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής, γιος της Σέλια ντε λα Σέρνα και του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς, το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928. Κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία μίας αστρολόγου, στην οποία φέρεται να εξομολογήθηκε η μητέρα του πως ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκε τον Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
Η οικογένειά του ήταν μία από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές.[3] Παρ' όλα αυτά, οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτόν τον τρόπο ζωής επειδή το ζεύγος Γκεβάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες. O πατέρας του χαρακτηρίζεται ως τυχοδιώκτης, που εγκατέλειψε τις αρχικές του σπουδές στην αρχιτεκτονική, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον επιχειρηματικό χώρο, ενώ η μητέρα του υπήρξε ένθερμη καθολική, που όμως αργότερα μεταστράφηκε στον φιλελευθερισμό της αριστεράς.
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του, ενώ αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο, ολοκληρώνοντας κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη, παρακολουθώντας τα μαθήματα των υπόλοιπων τάξεων όταν του επέτρεπε η υγεία του και μελετώντας κυρίως στο σπίτι.
Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Γκεβάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του. Ήταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του. O Γκεβάρα ήταν παράλληλα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο Νερούδα, ενώ συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Πολιτεία του ΠλάτωναΑριστοτέλη) και ευρωπαϊκή λογοτεχνία (ΣαίξπηρΓκαίτε) μέχρι κλασικά έργα του Τζακ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν και πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτραντ Ράσελ. Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών, ενώ η βιβλιοθήκη του ήταν γεμάτη από κάθε είδους βιβλία περιπέτειας και ταξιδιωτικά μυθιστορήματα». Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.
To 1942 εγγράφηκε στο δημόσιο λύκειο Ντεάν Φούνες της Κόρδοβα. Οι σχολικοί του βαθμοί υπήρξαν πολύ καλοί στη λογοτεχνία, την ιστορία και τη φιλοσοφία, αλλά και πολύ κακοί στην αγγλική γλώσσα, τα μαθηματικά και τη φυσική ιστορία. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να συντάσσει ένα είδος φιλοσοφικού λεξικού, καταγράφοντας τα αναγνώσματά του ή κρατώντας σημειώσεις σχετικά με αυτά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άννας, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα τον επηρέασαν βαθιά, και πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό.
Μετά την αποφοίτησή του από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ. Εκεί γνώρισε την Περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, η οποία εργαζόταν στην κρατική υπηρεσία του Ινστιτούτου Προώθησης της Παραγωγής. Η Γκαδέα ήταν εξόριστη εξαιτίας της συμμετοχής της στη Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία (American Popular Revolutionary Alliance, APRA) του Περού, και διέθετε γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα. Με τη βοήθειά της, ο Γκεβάρα ήρθε σε επαφή με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων. Κατά το δεύτερο μήνα της παραμονής του στη χώρα, και ενώ η πολιτική της κατάσταση εντεινόταν λόγω των μεταρρυθμίσεων του φιλελεύθερου λαϊκού καθεστώτος του προέδρου Χακόμπο Άλμπενς (Jacobo Albenz Guzmán), ο Γκεβάρα πραγματοποίησε τις πρώτες του επαφές με πολιτικούς της κυβέρνησης. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1954 ανέφερε σε επιστολή του προς τη θεία του πως είχε λάβει οριστικά θέση υπέρ της κυβέρνησης της Γουατεμάλας, επιλέγοντας το κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Guatemalteco de Trabajo) και σχετιζόμενος με άλλους αριστερούς διανοούμενους. Στα τέλη του ίδιου μήνα, κατέγραψε επίσης την πολύ κακή οικονομική του κατάσταση.
Για ένα σύντομο διάστημα, ο Γκεβάρα εγκατέλειψε τη Γουατεμάλα και μετέβη στο Ελ Σαλβαδόρ, προκειμένου να ανανεώσει τη βίζα παραμονής του. Λίγο μετά την επιστροφή του, επιχειρήθηκε από τη CIA ένοπλη δράση, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο Άρμας, για την ανατροπή της κυβέρνησης του Άρμπενς και με αφορμή την άφιξη ενός πλοίου με όπλα από την Τσεχοσλοβακία.[7][8] Ο Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, αλλά παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο, κατετάγη τελικά ως γιατρός. Στις 27 Ιουνίου, ο Άρμπενς ανακοίνωσε την παραίτησή του και αναζήτησε άσυλο στη μεξικανική πρεσβεία. Ο Γκεβάρα, επίσης καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής κατόπιν προτροπής του φίλου του, Σάντσες Τοράνσο. Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Γκεβάρα και η εμπειρία που αποκόμισε στη χώρα χαρακτηρίζεται ως σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο.
τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, ηΒενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιδέλ ΚάστροΡαούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιδέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των "Moνκαντίστας", και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στοκίνημα της 26ης Ιουλίου (ισπ. Movimiento 26 de Julio, M-26-7), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο. Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιδέλ Κάστρο ως ανώτερό του.
Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.
Μετά την επιτυχία του αντάρτικου στρατού και κατά τους πρώτους μήνες της κατάληψης της εξουσίας, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε διοικητής του φρουρίου Λα Καμπάνια, με αρμοδιότητα να εξετάζει τις εφέσεις των υποθέσεων των δύο Επαναστατικών Δικαστηρίων (Tribunales Revolucionarios, TR) που λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς και αστυνομικούς ή πολίτες. Στις 7 Φεβρουαρίου 1959, ψηφίστηκε ένα διάταγμα μέσω του οποίου αποκτούσαν την κουβανική υπηκοότητα όλοι οι αλλοδαποί διοικητές του αντάρτικου στρατού. Ο νόμος αυτός, επρόκειτο εμφανώς να εφαρμοστεί αποκλειστικά στην περίπτωση του Τσε Γκεβάρα, αποτελώντας ένα είδος φόρου τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπό του και τη συμβολή του στην κουβανική επανάσταση.
Μαζί με τους Φιδέλ ΚάστροΡαούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ' όσο ο Φιδέλ Κάστρο. Αν και ήταν ένθερμος υποστηρικτής μίας ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, χαρακτήρισε τον πρώτο σχετικό νόμο της κυβέρνησης ως μετριοπαθή, «που δεν αποτολμούσε να υπεισέλθει στα ουσιαστικότερα ζητήματα, όπως ήταν η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας». Στις 7 Οκτωβρίου, ο Κάστρο του ανέθεσε την αρχηγία του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου της Αγροτικής Μεταρρύθμισης (Insituto Nacional de la Reforma Agragia, INRA), ρόλος που προστέθηκε στα καθήκοντά του ως διοικητής της Λα Καμπάνια αλλά και αρχηγός του Τμήματος Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έργου του, ο Γκεβάρα απευθύνθηκε στον οικονομολόγο Σαλβαδόρ Βιλασέκα, ξεκινώντας μαζί του μία σειρά από μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
Στην ακμή της πολιτικής του δραστηριότητας ως μέλος της κυβέρνησης, ο Τσε διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, στις 26 Νοεμβρίου 1959, διατηρώντας παράλληλα την ευθύνη για το τμήμα βιομηχανίας του INRA και την πολιτιστική επιμόρφωση του στρατού. Ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες, ήταν μία σειρά μέτρων με στόχο τον έλεγχο του αποθέματος συναλλάγματος, καθώς και η ρευστοποίηση των τραπεζών του καθεστώτος του Μπατίστα. Στα τέλη του έτους, και ενώ οι τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν ήδη αναστείλει τις πιστώσεις των εισαγωγών, άρχισε να διερευνά, σε συνεργασία με τον Φιδέλ Κάστρο και άλλους κομμουνιστές ηγέτες, το ενδεχόμενο της σοβιετικής στήριξης. Το Φεβρουάριο του 1960, υποδέχθηκε τον Αναστάς Μικογιάν, μέλος του πολιτικού γραφείου του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ένθερμο υποστηρικτή της προσέγγισης με την Κούβα, όπως άλλωστε ήταν αρχικά και ο ίδιος ο Τσε. Το επόμενο διάστημα, εντάθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κουβανικής κυβέρνησης, ενώ στις 13 Οκτωβρίου κηρύχθηκε εμπάργκο σε όλα τα εμπορεύματα με προορισμό την Κούβα, αποκλείοντας τη χώρα από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Τσε Γκεβάρα σχολίασε τον αποκλεισμό, αναφερόμενος σε ελλείψεις που δεν θα ήταν δυνατό να καλυφθούν, αλλά και εκφράζοντας αισιοδοξία για την πορεία της κρατικοποιημένης πλέον βιομηχανίας. Παράλληλα, έκανε γνωστό πως δεν ήταν πλέον πρόεδρος της τράπεζας, αναλαμβάνοντας νέα καθήκοντα.
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1960, συμμετείχε ως επικεφαλής μίας διπλωματικής αποστολής, με στόχο την εξασφάλιση της στήριξης του σοβιετικού μπλοκ, με τις κύριες διαπραγματεύσεις να πραγματοποιούνται στη Σοβιετική Ένωση. Συναντήθηκε με τον Χρουστσόφ στη Μόσχα ενώ αργότερα επισκέφτηκε το Πεκίνο όπου συνάντησε τον Μάο Τσετούνγκ και έγινε γενικά θερμά δεκτός. H περιοδεία του περιλάμβανε ακόμα την Κορέα και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. H αποστολή εξασφάλισε τελικά ευνοϊκές συμφωνίες, για την εξαγωγή τεσσάρων εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης, σε τιμή υψηλότερη από εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο και αγορές βιομηχανικών μονάδων με ευέλικτες πιστώσεις. Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 διορίστηκε υπουργός του νεοσύστατου Υπουργείου Βιομηχανίας της Κούβας, σκοπός του οποίου ήταν η οργάνωση των πολυάριθμων βιομηχανικών μονάδων που είχαν αποκτηθεί, καθώς και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων που υπάγονταν στο Τμήμα Βιομηχανίας του INRA.
Τον Απρίλιο του 1961, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής του Κόλπου των Χοίρων, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων που θα υπερασπίζονταν την επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο, όπου σύμφωνα με ενδείξεις των μυστικών υπηρεσιών, αναμενόταν η πρώτη επίθεση. Χάρη στην αποτελεσματική αντίδραση της κουβανικής αεροπορίας και την αντίσταση της πολιτοφυλακής, η αμερικανική εισβολή απέτυχε, ενώ το στράτευμα του Γκεβάρα παρέμεινε σε αμυντική διάταξη και ανενεργό, καθώς η συγκέντρωση αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων κοντά στο Πινάρ ντελ Ρίο αποτέλεσε τελικά προσπάθεια αντιπερισπασμού.
Συνεχίζοντας το έργο του ως υπουργός βιομηχανίας, επεδίωξε να προωθήσει την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, πρόγραμμα που υπήρξε όμως πρόωρο, αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή του και καταλήγοντας σε αποτυχία. Τον Αύγουστο του 1961 συμμετείχε στις συνεδριάσεις της ολομέλειας του Διαμερικανικού Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, καταψηφίζοντας το δεκαετές σχέδιο του Τζον Φ. Κένεντι «Συμμαχία για την Πρόοδο» (Alliance for Progress), το οποίο χαρακτήριζε ως μία προσπάθεια αναχαίτισης των επαναστατικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική και κατασκεύασμα κατά της Κούβας. Την ίδια περίπου περίοδο, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην απόφαση εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών, οδηγώντας τελικά στην Κρίση των πυραύλων, τον Οκτώβριο του 1962.
Σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου της «οικονομικής αυτοδιαχείρισης», καθώς θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές και υπερασπιζόταν το συγκεντρωτισμό στον τομέα της βιομηχανίας.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες, η συμπαράταξή του στο θέμα του πυρηνικού αφοπλισμού και το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει για την Καραϊβική. Λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφτηκε την Αλγερία, την Κίνα, τη Γκάνα, τη Γουινέα, το Μάλι, το Κονγκό, την Τανζανία, με μικρές στάσεις στο Παρίσι, την Ιρλανδία και την Πράγα. Στις 24 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη του δεύτερου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, πραγματοποιώντας την τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η ομιλία του προκάλεσε αρκετές εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, δηλώνοντας πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκάλεσε επίσης ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του ίδιου του Γκεβάρα. Τον Μάρτιο του 1964, επέστρεψε στην Αβάνα.
Οι διαφορές του με τον Κάστρο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Κούβας με την Σοβιετική Ένωση ή την οικονομική πολιτική πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του Τσε να εγκαταλείψει την Κούβα, σκοπεύοντας να μεταφέρει την επανάσταση σε όλον τον κόσμο. Την 1η Απριλίου συνέταξε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιδέλ Κάστρο.
Πρώτος σταθμός του Τσε Γκεβάρα, μετά τη φυγή του από την Κούβα υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό), ενισχύοντας και βοηθώντας οργανωτικά τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Μαζί με τον δεύτερο στην ιεραρχία Βικτόρ Ντρέκε και δώδεκα ακόμα Κουβανούς πολεμιστές, έφθασε εκεί στις 24 Απριλίου του 1965, ενώ λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλοι Κουβανοί, συνθέτοντας συνολικά μία φάλαγγα με περισσότερα από εκατό μέλη. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Αλγερίας εκείνη την περίοδο και φίλο του, Αχμέντ Μπεν Μπέλα, «η κατάσταση που κυριαρχούσε στην Αφρική, η οποία φαινόταν να διαθέτει μεγάλη δυναμική για μία επανάσταση, οδήγησε τον Τσε στο συμπέρασμα πως η Αφρική αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού. Ήταν λοιπόν στην Αφρική που αποφάσιζε να αφιερώσει τις προσπάθειές του». Η έλλειψη οργάνωσης και συνοχής των κονγκολέζικων δυνάμεων καταγράφεται στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα ως ο κύριος λόγος της αποτυχίας της επανάστασης.
Στα τέλη του έτους, εγκατέλειψε το Κονγκό, μαζί με τους επιζώντες της κουβανικής ομάδας (έξι μέλη της είχαν πεθάνει σε μάχη) και πέρασε τους επόμενους έξι μήνες στο Νταρ ες Σαλάμ της Τανζανίας. Στο διάστημα αυτό, ολοκλήρωσε μία σειρά χειρόγραφων σημειώσεων σχετικά με την εμπειρία του στο Κονγκό, ενώ εργάστηκε επίσης πάνω σε δύο ακόμα βιβλία, φιλοσοφικών και οικονομικών σημειώσεων. Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική, με αρχικό στόχο το Περού και αργότερα εστιάζοντας στη Βολιβία.
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Αβάνα, ο Γκεβάρα εγκαταστάθηκε στην Βολιβία και ειδικότερα στην ορεινή περιοχή Νιανκαουασού (Ñancahuazú), όπου επρόκειτο να οργανωθεί ο πυρήνας του αντάρτικου στρατού, του οποίου τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί νωρίτερα στην Κούβα. Ο Τσε κατέγραψε τα βιώματά του εκείνο το διάστημα, στον ελεύθερο χρόνο που διέθετε, κρατώντας τις σημειώσεις που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο. Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές. O Τσε Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία κατέληξε σε αποτυχία. Ένας σημαντικός λόγος για την αποτυχία αυτή ήταν το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βολιβίας δεν τον υποστήριξε στην προσπάθειά του. Επιπλέον, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε και η ενίσχυση του βολιβιανού στρατού από τις Ηνωμένες Πολιτείες
Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό. Τελικά συνελήφθη και αργότερα μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα.
Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι. Στην Κούβα, ο Φιδέλ Κάστρο κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην είδηση του θανάτου του, ωστόσο στις 15 Οκτωβρίου, αποδέχτηκε το γεγονός, μετά από την εμφάνιση φωτογραφικών αποδείξεων.
Το πτώμα του Γκεβάρα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντε Μάλτα όπου έγινε και νεκροψία, στο πρακτικό της οποίας καταγράφτηκαν συνολικά εννέα πληγές που είχαν προκληθεί από σφαίρες. Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατός του προκλήθηκε από τα τραύματα που έφερε στο θώρακα και την αιμορραγία. Το πτώμα του έπρεπε για τους στρατιωτικούς να χαθεί δίχως κανένα ίχνος και θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα. Νωρίτερα, στο νοσοκομείο, είχαν κοπεί τα χέρια του, τα οποία διατηρήθηκαν σε φορμόλη προκειμένου να γίνει αργότερα η οριστική αναγνώρισή του. Το πτώμα του έμεινε στον μυστικό του τάφο μέχρι που ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο ίδιος είχε κατακτήσει το 1958 ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη του Κάστρο.
Ανάμεσα στα αντικείμενα του Τσε Γκεβάρα που διέθεταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους διώκτες του, ανήκε και το ημερολόγιό του, στο οποίο καταγράφονταν τα γεγονότα που σχετίζονταν με τη δράση του αντάρτικου σώματος στο έδαφος της Βολιβίας. Η πρώτη καταχώρηση σε αυτό έγινε στις 7 Νοεμβρίου του 1966, λίγο καιρό μετά την εγκατάσταση του Τσε Γκεβάρα στην περιοχή Νιανκαουασού, ενώ η τελευταία καταγραφή σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1967, μία ημέρα πριν την σύλληψή του. Στο ημερολόγιο αναφέρεται πώς οι αντάρτες αναγκάστηκαν να προβούν σε επιχειρήσεις πρόωρα, εξαιτίας της ανακάλυψής τους από τον βολιβιανό στρατό, όπως και οι λόγοι για τους οποίος ο Γκεβάρα αποφάσισε να διαχωριστεί η φάλαγγα σε δύο μονάδες, χωρίς να καταφέρουν έκτοτε να έρθουν σε επαφή, περιγράφοντας συνολικά τα αίτια της αποτυχίας του αντάρτικου στρατού. Το ημερολόγιο τυπώθηκε μετά από ελέγχους της γνησιότητάς του, στις 22 Ιουνίου 1968 στην Κούβα. Η διανομή του έγινε δωρεάν και συγχρόνως δημοσιεύτηκε σε άλλα έντυπα ανά τον κόσμο.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας (Επέτειος)


Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (αρχαία ελληνικά Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος) διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας (στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στην Αθήνα) μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτέλεσε την σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να σταματήσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τους Έλληνες, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου. Παρ' όλ' αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 479 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος, και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι' αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία.
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επανεγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα των Περσών του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηρόδοτο
Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.
Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων. Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητών, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες. Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς η εισβολή θα ήταν μεγάλης κλίμακας, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά. Αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος έπρεπε να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να περάσει στην Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να ανοιχθεί στον ισθμό του Όρους Άθως. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη. Στις αρχές του 480 π.Χ, οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες - συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.
Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Οι Έλληνες αποφάσισαν να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, από όπου ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα και όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.
Στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες αντιστάθηκαν κατά των Περσών για τρεις ημέρες, πριν περικυκλωθούν από τους τελευταίους, λόγω της προδοσίας του Εφιάλτη. Οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποχώρησαν. Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, σε αυτό το σημείο, βρισκόταν σε αδιέξοδο - ωστόσο, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι υποχώρησαν
Ο Θεμιστοκλής, μετά την ήττα στις Θερμοπύλες, προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, καθώς προέβλεψε την καταστροφή της. Οι Αθηναίοι έφυγαν από την πόλη και πήγαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα. Ο Θεμιστοκλής κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους, επικαλούμενος τον χρησμό της Πυθίας, ο οποίος έλεγε ότι οι Αθηναίοι θα σωθούν σε ξύλινα τείχη, δηλαδή στις τριήρεις, όπως το ερμήνευσε ο Θεμιστοκλής. Όσοι άνδρες ήταν σε θέση να πολεμήσουν μπήκαν στις τριήρεις, ενώ στην Αθήνα έμειναν λίγοι γέροι και άρρωστοι.
Ο στόλος των Ελλήνων κατευθύνθηκε στη Σαλαμίνα, με σκοπό να βοηθήσει την εκκένωση της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, έστειλε επιγραφές στους Ίωνες να μην πολεμήσουν κατά των Ελλήνων:
«ἄνδρες Ἴωνες, οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι καὶ τὴν Ἑλλάδα καταδουλούμενοι. ἀλλὰ μάλιστα μὲν πρὸς ἡμέων γίνεσθε· εἰ δὲ ὑμῖν ἐστι τοῦτο μὴ δυνατὸν ποιῆσαι, ὑμεῖς δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε καὶ αὐτοὶ καὶ τῶν Καρῶν δέεσθε τὰ αὐτὰ ὑμῖν ποιέειν. εἰ δὲ μηδέτερον τούτων οἷόν τε γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε ἢ ὥστε ἀπίστασθαι, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ἔργῳ, ἐπεὰν συμμίσγωμεν, ἐθελοκακέετε μεμνημένοι ὅτι ἀπ᾽ ἡμέων γεγόνατε καὶ ὅτι ἀρχῆθεν ἡ ἔχθρη πρὸς τὸν βάρβαρον ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν γέγονε

μετάφραση: Άνδρες της Ιωνίας, δεν είναι δίκαιο να πολεμάτε εναντίον των πατέρων σας και να υποδουλώνετε την Ελλάδα. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να πολεμάτε στο πλευρό μας. Αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μάχης να μείνετε στην άκρη και να πείσετε τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Αλλά αν δεν μπορείτε να κάνετε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν αποφασίσετε να μείνετε με το πλευρό της μεγαλύτερης δύναμης, όταν θα έρθουμε στα χέρια, να ενεργήσετε ως δειλοί και να θυμάστε ότι είμαστε το ίδιο αίμα και ότι η αιτία της εχθρότητας με τους βάρβαρους προήλθε από εσάς.
 »
Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό.
Ο Θεμιστοκλής, από την άλλη, επέμενε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα για να πολεμήσει. Στο συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν τη ναυμαχία, ο Θεμιστοκλής διέκοπτε συνέχεια τον ναύαρχο των Κορινθίων, Αδείμαντο. Ο Ευρυβιάδης, τότε, του είπε ότι αυτούς που ξεκινούν πριν το σύνθημα τους ραπίζουν, ενώ ο Θεμιστοκλής του απάντησε ότι αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν ποτέ βραβείο. Ο Ευρυβιάδης προσπάθησε να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, ο οποίος απέφυγε το χτύπημα και είπε την γνωστή φράση πάταξον μέν, ἄκουσον δέ. Τότε ο Ευρυβιάδης ηρέμησε.
Ο Αδείμαντος πίστευε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να σταματήσει τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Θεμιστοκλής θύμισε στους συμμάχους τη ναυμαχία του Αρτεμισίου λέγοντας ότι η ναυμαχία σε κλειστό χώρο θα λειτουργούσε προς όφελος τους. Ο Αδείμαντος όμως αποκάλεσε απάτριν τον Θεμιστοκλή, επειδή ο Ξέρξης είχε κάψει την Αθήνα. Οργισμένος, ο Θεμιστοκλής δήλωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν την πατρίδα τους στις 200 τριήρεις που έφεραν στη Σαλαμίνα, προειδοποιώντας τους Έλληνες ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να μεταβούν στην Ιταλία, όπου θα έβρισκαν καλύτερη πατρίδα και οι Έλληνες θα θυμηθούν τα λόγια του γιατί θα μείνουν χωρίς στόλο. Ο Ευρυβιάδης υποχώρησε αλλά οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να πλεύσουν στον Ισθμό της Κορίνθου.
Τη νύχτα, ο Θεμιστοκλής έστειλε στο περσικό στρατόπεδο τον Σίκιννο, για να πει στους Πέρσες ότι μερικοί Έλληνες σκόπευαν να φύγουν από τη Σαλαμίνα και ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε επίσης από τον Σίκιννο να πει στον Ξέρξη ότι οι Πέρσες θα επικρατούσαν στον πόλεμο, όχι οι Έλληνες
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο συμμαχικός στόλος είχε 378 τριήρεις, και αναφέρει τον αριθμό των πλοίων που έστειλε κάθε πόλη-κράτος (όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα). Παρ' ολ' αυτά, σύμφωνα με τις προσθέσεις, οι Έλληνες διέθεταν 366 πλοία. Δεν αναφέρεται ρητά ότι όλες οι 378 τριήρεις πολέμησαν στη Σαλαμίνα (ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ) και επίσης λέει ότι οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 τριήρεις (νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο). Ο ιστορικός Macaulay πιστεύει ότι η διαφορά αφορά τη φρουρά που έπλευσε από την Αίγινα. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δύο περσικά πλοία αυτομόλησαν στους Έλληνες, ένα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και ένα πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα ο συνολικός στόλος πρέπει να είναι 380 πλοία.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις. Ο Κτησίας ισχυρίζεται ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε μόνο 110 τριήρεις, αριθμός ο οποίος συνδέεται με τον αριθμό του Αισχύλου. Σύμφωνα με τον Υπερείδη, ο ελληνικός στόλος είχε μόνο 220 πλοία. Ο στόλος ήταν, στην πραγματικοτήτα, υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, αλλά τυπικά ήταν υπό τη διοίκηση του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όπως είχε συμφωνηθεί στο συμβούλιο του 481 π.Χ. Αν και ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να διεκδικήσει την αρχηγία του στόλου, οι αντίζηλες των Αθηναίων ναυτικές δυνάμεις (Κορίνθιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς) είχαν αντίρρηση και για συμβιβαστική λύση η ηγεσία του στόλου δόθηκε στη Σπάρτη, αν και δεν είχε ναυτική παράδοση.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις. Ωστόσο, από αυτά τα πλοία, το 1/3 χάθηκε στη Μαγνησία, λόγω καταιγίδας, περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια,, ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολο τους, αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία. Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα.Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Λυσίας ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο, καθώς ο δάσκαλος του Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα. Ο Κτησίας δίνει άλλο αριθμό, χίλια πλοία, καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα.
Ο αριθμός των 1.207 περσικών πλοίων εμφανίστηκε πολύ νωρίς στις ιστορικές αναφορές (472 π.Χ), και οι Έλληνες φαίνεται πραγματικά να πίστευαν ότι αντιμετώπισαν τόσα πολλά πλοία. Εξαιτίας της συνοχής στις αρχαίες πηγές, μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Πέρσες είχαν 1.207 πλοία - άλλοι δεν δέχονται αυτό τον αριθμό, αναφέροντας ότι μοιάζει περισσότερο με παραπομπή στον ελληνικό στόλο στην Ιλιάδα, και γενικά θεωρείται ότι οι Πέρσες μπορούσαν να έχουν μόνο περίπου 600 πολεμικά πλοία στο Αιγαίο.Ωστόσο, πολύ λίγοι φαίνεται να δέχονται ότι στη Σαλαμίνα συμμετείχαν τόσα περσικά πλοία - ο πιο σωστός, κατά τους περισσότερους, αριθμός είναι περίπου 600-800 περσικά πλοία. Αυτός επίσης είναι ο αριθμός που δίνεται αν προσθέσουμε τον αριθμό των περσικών πλοίων μετά το Αρτεμίσιο (~550) και των ενισχύσεων (120), που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο.
Οι Πέρσες, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, είχαν σκοπό να καταλάβουν, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, την Ελλάδα, έχοντας φέρει μεγάλες δυνάμεις. Από την άλλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες σε στενούς χώρους, όπου δεν θα ήταν χρήσιμη η αριθμή υπεροχή τους. Ο Ξέρξης δε φανταζόταν τέτοια αντίσταση, για αυτό περίμενε τέσσερις μέρες να διασκορπιστούν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες. Ο χρόνος ήταν ζωτικής σημασίας παράγων για τους Πέρσες, καθώς δεν μπορούσαν να συντηρούν τον στρατό τους για πολύ καιρό, και ο Ξέρξης επιθυμούσε να επιστρέψει γρήγορα στην Περσία. Η μάχη των Θερμοπυλών απέδειξε ότι η μετωπική επίθεση κατά των Ελλήνων ήταν άχρηστη, και ότι, με τους Σύμμαχους στον Ισθμό, η κατάληψη της Ελλάδος από την ξηρά ήταν σχεδόν απίθανη. Όμως, η μάχη των Θερμοπυλών απέδειξε επίσης ότι οι Έλληνες καταστρέφονταν όταν οι Πέρσες τους υπερφαλάγγιζαν. Για να καταστρέψει τους σύμμαχους στον Ισθμό, έπρεπε να πετύχει σοβαρή νίκη σε ναυμαχία, κάτι που θα του έδινε την ευκαιρία να τελείωσει γρήγορα και νικηφόρα τον πόλεμο. Από την άλλη, οι Έλληνες θα απέφευγαν την καταστροφή μόνο αν περικύκλωναν και κατέστρεφαν τον περσικό στόλο, όπως ήλπιζε ο Θεμιστοκλής.
Οι Πέρσες, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, δεν έπρεπε να είχαν πολεμήσει στη Σαλαμίνα, καθώς θα είχαν τακτικό μειονέκτημα. Ο Ηρόδοτος, στο βιβλίο Ουρανία, αναφέρεται στο συνέδριο που έγινε πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, στο οποίο μόνο η Αρτεμισία τάχθηκε κατά της ιδέας για ναυμαχία στην Σαλαμίνα, λέγοντας τα εξής:
Αυτή είναι η συμβουλή μου για σένα: μην δώσεις μάχη στη θάλασσα. Οι άνδρες τους είναι ανώτεροι από τους δικούς μας στη θάλασσα όπως οι άνδρες είναι ανώτεροι των γυναικών [...] Θα πρέπει να σου εξηγήσω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα για τον αντίπαλο. Αν δεν επιτεθείς αλλά κρατήσεις τον στόλο στην ακτή, ή αν επιτεθείς στην Πελοπόννησο, δέσποτα, θα πετύχεις τους στόχους σου χωρίς κόπο. Δεν θα μπορέσουν οι Έλληνες να σου αντισταθούν πολύν καιρό, θα σκορπιστούν και θα γυρίσουν στις πόλεις τους. Δεν έχουν προμήθειες σε αυτό το νησί, όπως με πληροφόρησαν, ούτε είναι φυσικό, αν στείλεις στρατό στην Πελοπόννησο, να μείνουν εδώ όσοι κατάγονται από εκεί ούτε να ναυμαχήσουν για τους Αθηναίους. Αν όμως αποφασίσεις να δώσεις ναυμαχία, φοβάμαι ότι θα κακοπάθει ο στόλος αλλά και ο στρατός συγχρόνως.
Οι Πέρσες είχαν αρκετά πλοία για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να στείλουν ένα μικρό στόλο στην Πελοπόννησο. Παρ' ολ' αυτά, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να δώσουν μια ναυμαχία, με την ελπίδα να αλλάξουν αποφασιστικά την πορεία του πολέμου.
Οι Πέρσες είχαν πλεονέκτημα, λόγω αριθμητικής υπεροχής και περισσότερων ποιοτικών πλοίων.Οι Πέρσες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχαν καλύτερους ναυτικούς- τα περισσότερα αθηναϊκά πλοία (και κατ' επέκταση το μεγαλύτερο μέρος του στόλου) είχαν δημιουργηθεί πρόσφατα και τα πληρώματα τους δεν ήταν έμπειρα. Η πιο κοινή θαλάσσια τακτική στην Μεσόγειο αυτό τον καιρό ήταν ο εμβολισμός (οι τριήρεις ήταν εξοπλισμένες με ένα έμβολο), ή η χρησιμοποίηση οπλιτών (επιβατών, όπως οι σημερινοί πεζοναύτες). Οι Πέρσες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν έναν ελιγμό που ήταν γνωστός ως «διέκπλους». Κατά τον ελιγμό αυτόν, το πλοίο εισχωρούσε σε κενό μεταξύ πλοιών της εχθρικής παράταξης και έστρεφε απότομα, εμβολίζοντας το εχθρικό πλοίο στα πλευρά. Οι Πέρσες είχαν αρκετά έμπειρους ναυτικούς για τον ελιγμό αυτό, αλλά οι Έλληνες είχαν σχεδιάσει μια τακτική για να τον εξουδετερώσουν.
Υπήρξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με το αξιόμαχο του ελληνικού και του περσικού στόλου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα, άρα και λιγότερο ευέλικτα. Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς, τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα εκ κατασκευής ή δεν είχαν στεγνώσει από τον χειμώνα. Άλλοι αναφέρουν ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων προερχόταν από το βάρος των οπλιτών (επιβατών), είκοσι από τους οποίους φαίνεται να ζύγιζαν (με τον εξοπλισμό τους) δύο τόνους. Το μεγάλο βάρος θα μείωνε τις πιθανότητες των Ελλήνων να αποκρούσουν τον διέκπλουν. Παρ' ολ' αυτά, φαίνεται ότι οι Έλληνες είχαν περισσότερους από το κανονικό οπλίτες, γιατί η κύρια τακτική τους ήταν η επιβίβαση (ρεσάλτο). Πράγματι, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν βύθιζαν πλοία στο Αρτεμίσιο, αλλά τα αιχμαλώτιζαν. Μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών διατυπώθηκε η άποψη ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων τους επέτρεψε να αντέξουν τους ισχυρούς ανέμους στις ακτές της Σαλαμίνας και να αποφύγουν τον εμβολισμό ή μάλλον τις συνέπειές του
Οι Πέρσες μπορούσαν να νικήσουν τον ελληνικό στόλο σε ναυμαχία στον ανοικτό χώρο, λόγω αριθμητικής υπεροχής και μεγαλύτερης ναυτικής εμπειρίας, ενώ οι Έλληνες μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες μόνο σε στενό χώρο, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα τους προκαλούσε προβλήματα Η ναυμαχία του Αρτεμισίου έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, αλλά χρειάζονταν πιο στενό χώρο από ότι το Αρτεμίσιο. Σύμφωνα με τον Lazenby (Λάζενμπι), οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Σαλαμίνα επειδή ήταν σίγουροι για την νίκη τους και επειδή έπεσαν στην παγίδα του Θεμιστοκλή
Ο Τομ Χόλλαντ αναφέρει ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν περιγράφτηκε καλά από τις αρχαίες πηγές και είναι αδύνατο κάποιος από τους συμμετέχοντες (πλην του Ξέρξη) να έχει πλήρης εικόνα της μάχης
Όπως αναφέρει ο Διόδωρος, οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στα αριστερά, με τους Σπαρτιάτες (μαζί με τους Αιγινήτες και τους Μεγαρείς) στα δεξιά Ο ελληνικός στόλος φαίνεται να διαμορφώθηκε σε δύο τάξεις, λόγω του πολύ στενού χώρου.Ο Ηροδότος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος εκτείνεται σε γραμμή από τον βορρά στον νότο (από τον σημερινό Άγιο Γεώργιο μέχρι την Κυνόσουρα). Ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος παρατάχθηκε από την ανατολή ως τη δύση, από την Σαλαμίνα μέχρι το Αιγάλεω Όρος - θεωρείται λανθασμένο καθώς η περιοχή (Αιγάλεω Όρος) ήταν υπό την κατοχή των Περσών
Ο περσικός στόλος, το απόγευμα πριν τη ναυμαχία, στάλθηκε να κλείσει την έξοδο από τα στενά. Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι οι Πέρσες εισήλθαν στα Στενά της Σαλαμίνας το σούρουπο, περιμένοντας τους Έλληνες να βγούν, έτσι ώστε να τους καταστρέψουν. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν με αυτή την άποψη, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι οι Πέρσες δεν μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς σε στενό χώρο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Υπάρχουν δύο θεωρίες - είτε οι Πέρσες έκλεισαν την έξοδο από τα στενά και εισήλθαν στα στενά με την ανατολή του ήλιου είτε παρατάχθηκαν στα στενά την νύχτα. Οι Πέρσες περιέστρεψαν τον στόλο τους από την άκρη της Κυνόσουρας, έτσι ώστε από μια αρχική προσέγγιση ανατολής-δύσης (εμποδίζοντας την έξοδο), να έρθουν γύρω από μια ευθυγράμμιση βορρά-νότου (δείτε το διάγραμμα).Ο περσικός στόλος φαίνεται να διαμορφώθηκε σε 3 τάξεις των πλοίων (σύμφωνα με τον Αισχύλο) - με τους Φοίνικες στα δεξιά (Αιγάλεω Όρος), τους Ίωνες στα αριστέρα και τους υπόλοιπους στο κέντρο.
Ο Διόδωρος δηλώνει ότι ο Ξέρξης έστειλε τους Αιγύπτιους να κλείσουν τον δίαυλο μεταξύ Σαλαμίνας και Μεγάρων. Αν ο Ξέρξης σκόπευε να παγιδεύσει τους Έλληνες, αυτή η κίνηση θα προκαλούσε αίσθηση (ειδικά όταν δεν περίμενε να ναυμαχήσει με τους Έλληνες). Παρ' όλ' αυτά, ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει κάτι τέτοιο (πιθανώς παραπέμπει στην παρουσία των Αιγυπτίων στην κύρια μάχη), με μερικούς σύγχρονους ιστορικούς να απορρίπτουν τη θεωρία αυτή, ενώ άλλοι να τη δέχονται. Ο Ξέρξης επίσης έστειλε λίγο στρατό στην Ψυττάλεια, με σκοπό να σκοτώσει όσους Έλληνες κατέληγαν εκεί.
Δεδομένου ότι οι Πέρσες αποφάσισαν να μην επιτεθούν στους Έλληνες μέχρι την ανατολή του ηλίου, είχαν αυτοί την ευκαιρία, αφού δεν σκέφονταν να διαφύγουν, να προετοιμαστούν τη νύχτα. Μετά τον λόγο του Θεμιστοκλή, οι ναύτες επιβιβάστηκαν και τα πλοία ήταν έτοιμα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, την αυγή, όταν οι Έλληνες μπήκαν στα πλοία τους, οι Πέρσες τους επιτέθηκαν. Αν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά κατά το ξημέρωμα, οι Έλληνες είχαν χρόνο να πάρουν τις θέσεις τους.
Ο Αισχύλος δηλώνει ότι όταν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά, πριν δούν τον ελληνικό στόλο, είχαν ακούσει το πολεμικό τραγούδι των Ελλήνων, τον παιάνα
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων:
νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Εμπρός, γιοί των Ελλήνων,
Ελευθερώστε την πατρίδα,
Ελευθερώστε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας,
Τους βωμούς των θεών των πατέρων σας
Και τους τάφους των προγόνων σας:
Τώρα είναι ο αγώνας για τα πάντα.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον ισχυρισμό των Αθηναίων, ότι στην αρχή της μάχης οι Κορίνθιοι ύψωσαν τα πανιά τους και υποχώρησαν στα βόρεια και ότι επέστρεψαν όταν είχαν όλα τελειώσει - παρ' ολ' αυτά, οι υπόλοιποι Έλληνες δεν πίστεψαν τους Αθηναίους. Σύμφωνα με τον Χόλλαντ, οι Κορίνθιοι κατευθύνθηκαν στα βόρεια για να ελέγξουν αν υπήρχε εκεί ο αιγυπτιακός στόλος. Από την άλλη, φαίνεται ότι η υποχώρηση των Κορινθίων οδήγησε τους Πέρσες σε επίθεση
Εκείνη τη στιγμή, φαίνεται ότι οι Πέρσες αποδιοργανώθηκαν, ενώ ήταν φανερό ότι οι Έλληνες ήταν έτοιμοι για επίθεση. Αλλά, αντί να επιτεθούν, οι Έλληνες υποχώρησαν. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτό έγινε για να παραταχθούν σε καλύτερη θέση και για να κερδίσουν χρόνο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες, καθώς υποχωρούσαν, είδαν μια γυναίκα που τους έλεγε ὦ δαιμόνιοι, μέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε (μετ. ω δαιμόνιοι, μέχρι που σκοπεύετε να φθάσετε με τα πλοία σας;).
Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης έδωσε το σήμα για επίθεση. Στην αρχή, ένα ελληνικό πλοίο, με ένα απλό χτύπημα, διέλυσε το πιο κοντινό περσικό πλοίο. Οι Αθηναίοι δήλωσαν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία, Αθηναίου από την Παλλήνη, αν και οι Αιγινήτες ισχυρίστηκαν ότι ήταν ένα από τα δικά τους πλοία. Τότε, τα ελληνικά πλοία επιτέθηκαν
Οι λεπτομέρειες της μάχης είναι πρόχειρες, ενώ κανένας από τους συμμετέχοντες δεν θα μπορούσε να δει τι γινόταν σε ολόκληρο το πεδίο της μάχης, πλην του Ξέρξη και των στρατηγών του. Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές τριήρεις είχαν μεγάλο έμβολο στο μπροστινό μέρος, έτσι ώστε να καστρέφουν τα εχθρικά πλοία. Αν ο εμβολισμός δεν έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε ξεκινούσε μάχη μεταξύ των στρατιωτών που υπήρχαν στα πλοία Οι Έλληνες είχαν οπλίτες με βαρύ οπλισμό, ενώ οι Πέρσες φαίνεται να είχαν οπλίτες με ελαφρύτερο οπλισμό.
Στο θέατρο της ναυμαχίας, η πρώτη γραμμή μάχης των Περσών απωθήθηκε από τους Έλληνες, εμποδίζοντας την προώθηση της δεύτερης και της τρίτης γραμμής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, κατάφερε να χωρίσει στα δύο το δεξιό μέρος της παράταξης των Φοινίκων. Ο Αριαβίγνης (αδερφός του Ξέρξη) σκοτώθηκε στην αρχή της μάχης. Στο κέντρο, οι Έλληνες κατάφεραν να χωρίσουν τον περσικό στόλο στα δύο.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει, εκείνη τη στιγμή, την ιστορία της Αρτεμισίας. Το πλοίο της είχε βρεθεί κυνηγημένο από τον Αμεινία. Τότε, για να ξεφύγει, εμβόλισε το πλοίο του Δαμασιθύμου, βασιλιά των Καλυνδέων - αυτό έπεισε τους Αθηναίους ότι το πλοίο της Αρτεμισίας ήταν φιλικό. Ο Ξέρξης, ο οποίος παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το Αιγάλεω Όρος, ρώτησε να μάθει ποιός είχε βυθίσει το πλοίο, το οποίο θεώρησε ελληνικό. Κάποιος του απάντησε πως αυτή που το βύθισε ήταν η Αρτεμισία. Τότε ο Ξέρξης είπε «οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱ δὲ γυναῖκες ἄνδρες» (μετ. οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες). Ορισμένοι Φοίνικες προσπάθησαν να κατηγορήσουν τους Ίωνες για δειλία πριν το τέλος της μάχης. Αλλά ο Ξέρξης διέταξε να αποκεφαλιστούν οι Φοίνικες επειδή είχαν κατηγορήσει τους πιο «ευγενείς» άνδρες του περσικού στόλου
Ακολούθησε η καταδίωξη και η καταστροφή του περσικού στόλου, ο οποίος υποχώρησε στο Φάληρο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αιγινήτες τους έστησαν ενέδρα - μερικά περσικά πλοία κατευθύνθηκαν στο λιμάνι, στο Φάληρο, όπου βρίσκονταν ο περσικός στρατός. Ο Αριστείδης, μαζί με ένα σώμα οπλιτών, κατευθύνθηκε στην Ψυττάλεια, για να εξοντώσει όσους Πέρσες άφησε εκεί ο Ξέρξης.
Οι Έλληνες έχασαν 40 τριήρεις, ενώ οι Πέρσες φαίνεται να έχασαν 200 πλοία - είναι γνωστό ότι το επόμενο έτος είχαν 300 πλοία. Ο αριθμός των περσικών απωλειών εξαρτάται από τον αριθμό των περσικών πλοίων που θα δεχτούμε ότι βυθίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν - ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι πολλοί Πέρσες χάθηκαν επειδή δεν ήξεραν να κολυμπούν
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης δοκίμασε να χτίσει γέφυρα απέναντι από τα στενά για να επιτεθεί στους Αθηναίους, αλλά απέτυχε. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε ένα πολεμικό συνέδριο μετά τη ναυμαχία, όπου ο Μαρδόνιος είπε:
Δέσποτα, μη λυπάσαι για αυτό που έγινε και μη το θεωρείς μεγάλη συμφορά. Δεν εξαρτάται από τα ξύλα ο αγώνας που θα μας τα δώσει όλα, αλλά από τους άνδρες και τα άλογα [...] Αν θέλεις, θα επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, αν όχι, μπορούμε να περιμένουμε [...] Μη κάνεις τίποτα, Βασιλιά, που θα γελοιοποιήσει τους Πέρσες στους Έλληνες, γιατί δεν φάνηκαν οι Πέρσες δειλοί. Αν οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κίλικες φάνηκαν δειλοί, δεν φταίνε οι Πέρσες [...] Αν δεν θέλεις να μείνεις στην Ελλάδα, γύρισε πίσω με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και άφησέ με υποδουλώσω την Ελλάδα για σένα με τριακόσιες χιλιάδες στρατού που θα διαλέξω εγώ.
Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του - ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους.
Οι Αιγινήτες πήραν το αριστείο της ανδρείας. Για τον στρατηγό που αρίστευσε, οι στρατηγοί ψήφισαν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τον Θεμιστοκλή. Οι Σπαρτιάτες έδωσαν στεφάνι ανδρείας στον Ευρυβιάδη και στον Θεμιστοκή στεφάνι αριστείας στη σύνεση και στην επιτηδειότητα].
Το επόμενο έτος, ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα. Αλλά, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τον Μαρδόνιο, για αυτό βάδισαν για την Αττική. Ο Μαρδόνιος υποχώρησε στη Βοιωτία, για να δελεάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στις Πλαταιές. Στη μάχη των Πλαταιών, το ελληνικό πεζικό συνέτριψε τους Πέρσες, ενώ στη μάχη της Μυκάλης, ο ελληνικός στόλος πέτυχε σοβαρή νίκη επί του περσικού στόλου.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί σημείο καμπής στους Περσικούς Πολέμους. Χάρη στη νίκη τους, οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές υλικές ζημιές. Στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, η απειλή για την κατάληψη της Ελλάδος διαλύθηκε και οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι, χάρη στους πολέμους της Δηλιακής Συμμαχίας, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών - αυτά τα γεγονότα μείωσαν το γόητρο των Περσών.
Οι μάχες στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα θεωρούνται σήμερα «θρυλικές», λόγω των δυσμενών συνθηκών για τους Έλληνες και της μςγάλης ανισότητας των δυνάμεων. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ιστορία. Για να υποστηρίξουν αυτή την άποψη, δηλώνουν ότι αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, η πιθανή κατάληψη της Ελλάδας από τους Πέρσες θα σταματούσε την ανάπτυξη του ελληνικού και του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού. Αυτή η οπτική γωνία βασίζεται στην προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, όπως η φιλοσοφία, η επιστήμη, η ατομική ελευθερία και η δημοκρατία έχουν τις ρίζες τους στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Παρ' ολ' αυτά, ο Χόλλαντ υποστηρίζει ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορούσε να αναπτυχθεί και υπό την περσική κυριαρχία - και φέρνει ως παράδειγμα τους Ίωνες που είχαν διατηρήσει τον πολιτισμό τους, παρόλο που αυτός ο πολιτισμός δεν ήταν δημοκρατικός και στερείται πολλών χαρακτηριστικών (ατομική ελευθερία, δημοκρατία) για τα οποία φημίζεται ο αθηναϊκός πολιτισμός. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αθήνα άνθησε αμέσως μετά τη νίκη στους Περσικούς Πολέμους.
Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, είναι δύσκολο να βγουν συμπεράσματα, λόγω της αβεβαιότητος για το τί πράγματι συνέβη. Για ακόμα μια αφορά οι Έλληνες επέλεξαν σοφά το χώρο, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική, αλλά αυτή τη φορά οι Έλληνες βασίστηκαν στην άσκοπη επίθεση των Περσών. Πάντως, θεωρείται ότι το πιο σημαντικό μάθημα είναι η εξαπάτηση των Περσών από τον Θεμιστοκλή.