Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Ακρωτήρι Θήρας


Το Ακρωτήρι είναι χωριό της Σαντορίνης με 450 κατοίκους, με βάση την απογραφή του 2001. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τα Φηρά. Διοικητικά, ανήκει στο Τοπικό διαμέρισμα Ακρωτηρίου του Δήμου Θήρας. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε ένα από τα καστέλια του νησιού. Έγινε παγκοσμίως γνωστό χάρη στον προϊστορικό οικισμό που ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές, τις οποίες άρχισε συστηματικά στην περιοχή ο Σπύρος Μαρινάτος το1967.
Γεωγραφικά, η περιοχή αποτελεί πραγματικό ακρωτήριο με απόκρημνες ακτές, που προβάλλει επί 3 μίλια δυτικά του νότιου τμήματος της Σαντορίνης.
Στοιχεία για την κατοίκηση της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή άρχισαν να έρχονται στο φως από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν λόγω της χρησιμοποίησης θηραϊκής γης για τη μόνωση των τοιχωμάτων της διώρυγας του Σουέζ από τον Γάλλο μηχανικό Φερντινάν ντε Λεσσέψ (Ferdinard de Lesseps) το 1866 αποκαλύφθηκαν προϊστορικές αρχαιότητες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Ακρωτήρι έγιναν από τον Γάλλο γεωλόγο και ηφαιστειολόγο Φερντινάν Φουκέ (Ferdinand André Fouqué). Μικρή ανασκαφική έρευνα επιχειρήθηκε το 1870 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με τον γεωλόγο Ανρί Γκορσί (Henri Gorceix) και τον Ανρί Μαμέ (Henri Mamet) στη θέση Φαβατάς (στη θέση του Συγκροτήματος Δ των σημερινών ανασκαφών, ονομαζόταν "φαβατάς" γιατί το μέρος έβγαζε πολύ φάβα), νότια του Ακρωτηρίου. Στην θέση αυτή περνούσε χείμαρρος, ο οποίος έφτανε στο επίπεδο των αρχαιοτήτων και είχε ήδη αρχίσει να αποκαλύπτει κάποιες από αυτές. Οι συστηματικές, πάντως, ανασκαφές ξεκίνησαν το 1967 από τον καθηγητή Σπύρο Μαρινάτο, με τις υποδείξεις του ντόπιου Νίκου Πελέκη και στο ίδιο σημείο που έκαναν τις ανασκαφές τους οι Γάλλοι.Ο Σπύρος Μαρινάτος ξεκίνησε τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι στην προσπάθεια του να επαληθεύσει μια παλιά δική του θεωρία, που είχε δημοσιεύσει ως Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης το 1939, ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προκάλεσε την κατάρρευση του πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης. Η προετοιμασία έγινε το διάστημα 1962 με 1965. Μετά τον θάνατο του καθηγητή Μαρινάτου το 1974, η ανασκαφή συνεχίζεται κάτω από την διεύθυνση του καθηγητή Χρήστου Ντούμα.
Από τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πλέον γνωστό ότι η περιοχή του Ακρωτηρίου κατοικήθηκε κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο (γύρω στο 4500π.Χ.) και κατά τον 18ο αιώνα π.Χ. είχε εξελιχθεί σε πόλη. Στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. ισοπεδώθηκε από σεισμό, αλλά ξανακτίστηκε επάνω στα ερείπια και άκμασε κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο, μέχρι τον ενταφιασμό της από την Μινωική έκρηξη.
Η θέση ήταν ιδανική για ασφαλές αγκυροβόλιο, καθότι ήταν προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, ενώ ταυτόχρονα η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε την ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων. Πιθανολογείται ότι ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Η έκταση των ανασκαφών είναι κοντά στα 14 στρέμματα, ένα μικρό ποσοστό της προϊστορικής πόλης, που υπολογίζεται ότι ήταν περίπου 200 στρέμματα και είχε γύρω στους 30.000 κατοίκους.
Η δόμηση ήταν πυκνή και διέθετε πολυώροφα κτίρια με πλούσιες τοιχογραφίες, οργανωμένες αποθήκες, βιοτεχνικούς χώρους, άριστη πολεοδομική οργάνωση με δρόμους, πλατείες και είχε ένα πλήρως αναπτυγμένο αποχετευτικό σύστημα, το οποίο περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο και συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια. Τα οικοδομικά υλικά ήταν πέτρες, άργιλος, τούβλα λάσπης που ενισχύθηκαν με άχυρο, ξυλεία, γύψο μέσα και έξω. Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένοι πολλοί από τους χώρους των κτιρίων, κατά κανόνα των άνω ορόφων, υποδηλώνουν μια εξελιγμένη και εκλεπτυσμένη αστική κοινωνία, η οποία ντυνόταν με πολυτέλεια, κομψότητα, και εντυπωσιακή πολυχρωμία
Το γεγονός ότι στον οικισμό δεν βρέθηκαν καθόλου ανθρώπινοι σκελετοί μαρτυρά ότι μια σειρά από προειδοποιητικούς σεισμούς εξανάγκασε τους κατοίκους να τον εγκαταλείψουν έγκαιρα. Πάντως πριν ταφεί ο οικισμός από την τέφρα της ηφαιστειακής έκρηξης, είχε χτυπηθεί από μεγάλο σεισμό. Κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν αργότερα στον οικισμό για να απεγκλωβίσουν όσους δεν είχαν προλάβει να φύγουν και να συλλέξουν πολύτιμα και προσωπικά αντικείμενα. Άλλα πρόδρομα της ηφαιστειακής εκρήξεως φαινόμενα, όμως, ανάγκασαν τους κατοίκους να ξαναεγκαταλείψουν την πόλη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι οι εργασίες διάνοιξης των δρόμων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από αγγεία βρέθηκαν πάνω σε σωρούς μπαζών, όπου, προφανώς, είχαν τοποθετηθεί αρχικά για να μεταφερθούν σε πιο ασφαλείς θέσεις. Ενδείξεις για το που κατέφυγαν δεν έχουμε. Ο χρόνος, πάντως, μεταξύ του μεγάλου σεισμού και της ηφαιστειακής έκρηξης δεν πρέπει να υπερέβαινε τις λίγες δεκάδες μέρες, ενώ η χρονική διάρκεια από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι την δημιουργία της καλδέρας υπολογίζεται σε δύο με τρία εικοσιτετράωρα.
Τα αλλεπάλληλα κύματα της τέφρας παρέσυραν τις στέγες και τα ανώτερα τμήματα των κτηρίων του οικισμού.Μετά την ηφαιστειακή έκρηξη και την απόθεση των ηφαιστειακών υλικών που οδήγησε στον ενταφιασμό του οικισμού, ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή, η οποία διέβρωσε την ελαφρόπετρα και την τέφρα και σε πολλές περιπτώσεις έφτασε μέχρι και το προεκρηξιακό έδαφος. Η βροχή αυτή μετέφερε ρευστή λάσπη στα ισόγεια των κτιρίων του οικισμού, κάτι που οδήγησε τόσο στη διατήρηση του περιεχομένου τους, όσο και στην παραμονή στη θέση τους των δαπέδων των υπερκείμενων ορόφων
Η πρώτη κλασσική χρονολόγηση της Μινωικής έκρηξης βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες της τεχνικής των αγγείων και σε Αιγυπτιακές πηγές και είχε εκτιμηθεί ότι η έκρηξη του ηφαιστείου που κατέστρεψε την πόλη είχε συμβεί το 1500 π.Χ.. Οι απόλυτες χρονολογήσεις, όμως, που έγιναν με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δενδροχρονολόγηση και την παγοχρονολόγηση μετατόπισαν την ημερομηνία 100 με 150 χρόνια παλαιότερα, ενώ η πλέον πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της έκρηξης τοποθετεί την ημερομηνία μεταξύ 1627 και 1600 π.Χ. με πιο πιθανό το διάστημα μεταξύ 1613 με 1614 π.Χ.. Η νέα χρονολόγηση αποδεικνύει την μη σύνδεση της έκρηξης με την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού.Οι εκτιμήσεις, πάντως, δείχνουν ότι η έκρηξη αυτή αποτέλεσε την μεγαλύτερη έκρηξη ηφαιστείου στον κόσμο τα τελευταία 10.000 χρόνια.
Σε σχέση με την εποχή του χρόνου που έγινε η έκρηξη, πιθανολογείται ότι ήταν άνοιξη, καθώς έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης κόκκοι γύρης από ελιές και κωνοφόρα δέντρα
Τα κτίρια είχαν δύο ή τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλουσιότερα ήταν κατασκευασμένα από πελεκητές πέτρες, τα οποία, για αυτόν τον λόγο, οι αρχαιολόγοι τα ονομάζουνξεστές. Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο. Η θεμελίωση κατά κανόνα ήταν ρηχή και πολλές φορές υπήρχε τεχνητή επίχωση. Σε δύο περιπτώσεις, κάτω από την Ξεστή 3 και κάτω από τα θεμέλια του μεσοκυκλαδικού κτιρίου, πάνω στα ερείπια του οποίου χτίστηκε η Δυτική οικία, βρέθηκε στρώση από χαλαρά θραύσματα πορώδους λάβας διατομής 4 με 6 εκατοστών (αδράλια), η οποία έπαιζε τον ρόλο σεισμικής μόνωσης.Τα δάπεδα των ορόφων κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια, πάνω στα οποία υπήρχε πατημένο χώμα, στο οποίο συχνά τοποθετούσαν σχιστολιθικές πλάκες ή βότσαλα. Με ξύλα και καλάμια κατασκευαζόταν και η στέγη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν, επίσης, πατημένο χώμα, το οποίο δρούσε ως μονωτικό και εξασφάλιζε δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.
Οι κάτω όροφοι χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι, ενώ οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Στα πιο πλούσια σπίτια, συχνά, οι τοίχοι των πάνω ορόφων ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι. Η αποχέτευση των κτιρίων γινόταν με πήλινους σωλήνες που βρίσκονταν μέσα στους τοίχους των κτιρίων και κατέληγαν σε χτιστούς υπονόμους κάτω από τους λιθόστρωτους δρόμους.
Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες που βρέθηκε κατά την διάρκεια των ανασκαφών είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στο Ακρωτήρι, την θρησκεία και την φύση του νησιού. Έχουν φιλοτεχνηθεί κατά βάση με την τεχνική της νωπογραφίας (buon fresco), δηλαδή η απόδοση του έργου γινόταν πάνω στο νωπό ακόμα ασβεστολιθικό κονίαμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα χρώματά τους να παραμένουν ανεξίτηλα. Συχνά, όμως, το κονίαμα στέγνωνε πριν την ολοκλήρωση της εργασίας του καλλιτέχνη, ο οποίος συνέχιζε την εργασία του πάνω σε στεγνό πλέον τοίχο. Σε αυτά τα σημεία, η προστασία της τοιχογραφίας γίνεται σήμερα με χημικά μέσα..
Υπήρχαν δύο τύποι χρωμάτων: τα ορυκτά, όπως ήταν το σκούρο κόκκινο, το οποίο ήταν υλικό με μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο και τα τεχνητά, όπως το γαλάζιο το οποίο ήταν πυρίτιο με οξείδια χαλκού και ασβεστίου. Μεγάλη έκπληξη προκαλεί στους επιστήμονες το γεγονός ότι με τη φασματοσκοπική μέθοδο ανακαλύφθηκε ότι το ιώδες χρώμα σε λεπτομέρειες της τοιχογραφικής σύνθεσης με τις κροκοσυλλέκτριες είναι πορφύρα, γεγονός που αποδεικνύει ότι το επίπεδο τεχνογνωσίας και πολιτισμού του νησιού ήταν ιδιαίτερα υψηλό.Τα θέματα των τοιχογραφιών ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπα για την εποχή τους, ενώ υπήρχε ιδιαίτερη ελευθερία στον σχεδιασμό και στην χρήση των χρωμάτων.
Σημαντικές ήταν και οι λεγόμενες μικρογραφικές τοιχογραφίες, οι οποίες ήταν μακριές παραστάσεις με μορφές μικρού μεγέθους, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στο ύψος του ματιού
Το στρώμα τέφρας και ελαφρόπετρας που κάλυψε τον οικισμό μετά την ηφαιστειακή έκρηξη δημιούργησε στο Ακρωτήρι το ιδανικό περιβάλλον έλλειψης οξυγόνου που απαιτείται για τη διατήρηση φθαρτών υλικών. Έτσι το Ακρωτήρι είναι ένας από τους ελάχιστους χώρους στην Ελλάδα που διασώζει μαρτυρίες για προϊστορικές τέχνες όπως η επιπλοποιία, η ξυλογλυπτική, η καλαθοπλεκτική και η κατασκευή μουσικών οργάνων, τέχνες ουσιαστικά άγνωστες, κατά τα άλλα, στη σύγχρονη έρευνα του προϊστορικού Αιγαίου ή γνωστές μόνο έμμεσα από απεικονίσεις στην τέχνη και αναφορές στα μυκηναϊκά αρχεία της Γραμμικής Β γραφής. Στη διατήρηση αντικειμένων από φθαρτά υλικά στο Ακρωτήρι συνέβαλε σε ορισμένες περιπτώσεις και η μερική απανθράκωσή τους. Στις περιπτώσεις που αποσυντέθηκαν τελικά, έμειναν συχνά στη θέση τους, μέσα στο ηφαιστειακό υλικό, κοιλότητες ή αποτυπώματα αντίστοιχου σχήματος. Γεμίζοντας τέτοιες κοιλότητες με γύψο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ανακτώνται πιστά εκμαγεία των αντικειμένων που αποσυντέθηκαν.
Σημαντικότερες μαρτυρίες για την κατασκευή φθαρτών τεχνουργημάτων στο Ακρωτήρι είναι τα εκμαγεία κρεβατιών από το Συγκρότημα Δ και το Άνδηρο των Κλινών, το εκμαγείο ενός τραπεζιού με γλυπτά πόδια από το Συγκρότημα Δ, ένα σύνολο ξύλινων κρουστών κροτάλων από την Ξεστή 4 με ανάγλυφη παράσταση πουλιών και κρόκων, και μεγάλος αριθμός αποτυπωμάτων και απανθρακωμένων τεμαχίων πλεκτών καλαθιών από το Συγκρότημα Δ, τον Μυλώνα του Τομέα Α, τη Δυτική Οικία και άλλα σημεία του οικισμού
Από τα ευρήματα των ανασκαφών προκύπτει ότι η κοινωνία του Ακρωτηρίου δεν διοικούνταν από έναν μονάρχη, αλλά από μια ελίτ, η οποία δραστηριοποιούνταν σε δύο κυρίως τομείς, τοθαλάσσιο εμπόριο και τη βιοτεχνία, αφού η γεωργία στη γύρω περιοχή δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του μεγάλου πληθυσμού. Τα πλοία των τοιχογραφιών φαίνονται ικανά για μακρινά ταξίδια, ενώ το λιμάνι του Ακρωτηρίου πρέπει να ήταν ένα από τα σημαντικότερα της εποχής του. Απόδειξη των εμπορικών σχέσεων των κατοίκων με άλλες περιοχές τηςΜεσογείου είναι η εύρεση στο Δωμάτιο Δ9 δοχείου από την Χαναάν και των σφραγισμάτων από την Κρήτη στο δωμάτιο Δ18Β.
Στα σπαράγματα των επιγραφών που βρέθηκαν στο Δωμάτιο Δ18Α αναφέρονται εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες υφασμάτων, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός ήταν τόπος συγκέντρωσης και επεξεργασίας του μαλλιού που παραγόταν από τα γειτονικά νησιά, πιθανώς από την Ίο, την Σίκινο, την Φολέγανδρο και την Ανάφη. Παράλληλα στο Ακρωτήρι έχουν βρεθεί ίνες μαλλιού, οι οποίες, με βάση εργαστηριακές αναλύσεις, είναι οι παλαιότερες διατηρημένες αποδείξεις χρήσης του μαλλιού στη Μεσόγειο, εκτός από την περίπτωση της Αιγύπτου, όπου επίσης υπάρχουν αντίστοιχα ευρήματα.
Οι κάτοικοι του οικισμού είχαν αναπτύξει σε υψηλό βαθμό την πυροτεχνολογία και η χρήση της φωτιάς εντοπίζεται τόσο στα σπίτια, όσο και στις οικονομικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας π.χ. εντοπίζεται η ύπαρξη μόνιμων και φορητών εστιών μαγειρικής και κινητών ή σταθερών φούρνων, λείψανα στάχτης και κάρβουνα, ταψιά, ψηστιέρες και υποδοχές για σουβλάκια, μαγκάλια και επίπεδες πλάκες για το ψήσιμο πίτας
Η στέγαση της προϊστορικής πόλης του Ακρωτηρίου κρίθηκε αναγκαία από τον Σπύρο Μαρινάτο προκειμένου να προστατευθούν τα οικοδομήματα που έρχονταν στο φως. Η ιδέα αυτή είχε έντονα επικριθεί την εποχή εκείνη. Η προσωπικότητα όμως του Μαρινάτου επέβαλε τη λύση αυτή, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από το 1968. Παραπλεύρως του στεγάστρου οικοδομήθηκαν εργαστήρια, αποθήκες και ξενώνες, απαραίτητα για την εξέλιξη της ανασκαφικής δραστηριότητας. Το παλαιό στέγαστρο, στα τριάντα περίπου χρόνια ζωής του, αποδείχθηκε σωτήριο για τα μνημεία, όμως ο μεταλλικός σκελετός του από DEXION, λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα και λόγω των οξειδίων που περιέχονται στα ηφαιστειακά υλικά των επιχώσεων, είχε έντονα διαβρωθεί, ενώ η επικάλυψη του στεγάστρου με φύλλα αμιαντοτσιμέντου ELLENIT ήταν ανθυγιεινή και αντίθετη με την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία. Κρίθηκε, λοιπόν, απαραίτητη η αντικατάσταση του παλαιού στεγάστρου με νέο, το οποίο να καλύπτει τόσο τις λειτουργικές ανάγκες της ανασκαφής και ταυτόχρονα να μπορεί να αναδείξει τον αρχαιολογικό χώρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου