Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923)

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).
Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τονΣουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Λήμνο, Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Λήμνος Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή μειονοτήτων από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι,χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή . Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Όπως αναφέρει: "Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης συνιστά αναμφισβήτητα σημείο καμπής της νεότερης ιστορίας τόσο της Ελλάδας όσο και της γείτονος Τουρκίας. Σε διαφορετικά συμμαχικά στρατόπεδα σε όλους σχεδόν τους πολέμους, οι δύο χώρες βρέθηκαν μετά τη λήξη του A´ Παγκοσμίου Πολέμου στο επίκεντρο μιας διαμάχης - το γνωστό ως Μικρασιατικό ζήτημα - στην οποία οδήγησαν νομοτελειακά η σύγκρουση συμφερόντων και ο ανταγωνισμός του διεθνούς παράγοντα στην περιοχή. H αποτυχία στην επίτευξη ελληνοτουρκικής συνεννόησης για την τύχη του ελληνικού στρατού και των χριστιανικών πληθυσμών στη M. Ασία και στη Θράκη, σε διεθνή διάσκεψη στο Λονδίνο την άνοιξη του 1921, σήμανε την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων από τον ελληνικό στρατό στη M. Ασία με κατάληξη την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής.
Μετά από παρέμβαση των τριών Δυνάμεων - Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας - υπεγράφη στα Μουδανιά στις 11 Οκτωβρίου 1922 ανακωχή μεταξύ του Ισμέτ Πασά και των αρμοστών των τριών στην Κωνσταντινούπολη, ανακωχή την οποία απεδέχθη δύο ημέρες αργότερα και η Ελλάδα. Εναν μήνα αργότερα, στις 20 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, συνήλθε στη Λωζάννη η ομώνυμη Συνδιάσκεψη Ειρήνης υπό την προεδρία του βρετανού ΥΠΕΞ λόρδου Κώρζον. Στις εργασίες της, που διήρκεσαν ως τον Αύγουστο του 1923 με μια μικρή διακοπή μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του ιδίου έτους, συμμετείχαν, εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, η M. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία και η Σερβία. Επιπλέον προσεκλήθη η Σοβιετική Ενωση να συμμετάσχει αλλά μόνον όταν θα συνεζητείτο το καθεστώς των Στενών, ενώ επετράπη στη Βουλγαρία να εκθέσει τις απόψεις της περί εξόδου της στο Αιγαίο και περί καθεστώτος των Στενών. Στη διάσκεψη παρέστη και αμερικανός αντιπρόσωπος, ο Α.W. Child, και στη δεύτερη φάση ο αμερικανός πρεσβευτής στη Βέρνη J. Clark Grew. Την Ελλάδα αντιπροσώπευσε ο Ελ. Βενιζέλος και την Τουρκία ο Ισμέτ Πασάς.
Στη Λωζάννη, οι συζητήσεις είχαν μακρά διάρκεια και συχνά οξύτατο χαρακτήρα εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας και της υπεροψίας με την οποία προσήλθε η τουρκική αντιπροσωπεία, των Τούρκων θεωρουμένων ως «κατακτητών του κόσμου», όπως ανέφερε σε επιστολή προς τη γυναίκα του, λαίδη Κώρζον, ο βρετανός ΥΠΕΞ. «Διήλθομεν ημέρα ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Χθες επί του θέματος των μειονοτήτων ο Ισμέτ απήγγειλε λόγον άσχετον και μάλλον αναιδή. (...) Είπον ότι ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοί μου είμεθα διατεθειμένοι να μας μεταχειρίζωνται τοιουτοτρόπως. Αν τούτο συνεχίζετο, θα ανεχωρούμεν εκ Λωζάννης και η Τουρκία θα έπρεπε να αναλάβη την ευθύνη απέναντι του κόσμου. Ευρίσκομαι εδώ πέραν των τριών εβδομάδων και ούτε έν σημείον έχει τελικώς ρυθμισθή. H ημέρα παρέρχεται με συνεχείς έριδας. Εκάμαμεν κάθε δυνατήν παραχώρησιν, αλλ' οι Τούρκοι μάχονται επί παντός σημείου ως να ήσαν οι κατακτηταί του κόσμου...». Στις 26 Δεκεμβρίου ο ίδιος έγραψε: «Τηλεγραφήματα καταφθάνουν από παντού ενδεικτικά ότι το πείσμα των Τούρκων είναι σκόπιμον και ότι προετοιμάζονται δι' επανάληψιν των εχθροπραξιών. (...) Οι Τούρκοι γίνονται ημέραν με την ημέραν πλέον αναιδείς και ατίθασοι και αρχίζω να απελπίζωμαι» (ό.π.π.). Αλλά και στα επίσημα τηλεγραφήματά του προς το F.Ο. ο λόρδος Κώρζον ανέφερε τα ίδια. Από συνομιλία του με τον Ισμέτ Πασά η εντύπωση που απεκόμισε ήταν ότι «ήτο ως να ωμιλούσε κανείς με την πυραμίδα του Χέοπος» (Documents, First Series, τόμ. XVIII, αρ. 293, σελ. 415-416) εξαιτίας των διαρκών υπεκφυγών του συνομιλητή του, επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας.

Ο λόρδος Κώρζον
 ήταν πρόεδρος της πρώτης επιτροπής, των εδαφικών και στρατιωτικών ζητημάτων. Οι άλλες δύο επιτροπές ήταν η επιτροπή του καθεστώτος για τους αλλοδαπούς και τις μειονότητες στην Τουρκία (πρόεδρος ο ιταλός αντιπρόσωπος Μαρκήσιος Garroni) και η επιτροπή δημοσιονομικών και οικονομικών ζητημάτων (πρόεδρος ο γάλλος αντιπρόσωπος Camille Barrère).
Θέμα να αναλάβει την προεδρία μιας εκ των επιτροπών έθεσε με επίμονο και οξύ τρόπο ο Ισμέτ Πασάς, επιθυμία που πάντως απερρίφθη εξαρχής από τον Κώρζον «ως εφαρμογή επικρατούντος εθίμου όπως το αξίωμα τούτο κατανέμεται εναλλάξ μεταξύ των καλεσασών Δυνάμεων» (πρεσβευτής B. Δενδραμής προς ΥΠΕΞ N. Πολίτη ΑΠ 37/13672, 1923/A/22/1, Λωζάννη 21 Νοεμβρίου 1922). Στο ίδιο έγγραφο γίνεται λόγος και για την αξίωση του Ισμέτ Πασά να αντιπροσωπεύεται η Τουρκία εναλλάξ εις το προεδρικόν αξίωμα «ή έστω να διορισθή είς Τούρκος ως βοηθός του Γενικού Γραμματέως, Secrètaire Gènèral Adjoint», για να λάβει απάντηση από τον Μπαρρέρ ότι «είθισται εις όλας τα Συνδιασκέψεις είς να είναι ο Γενικός Γραμματεύς»(!).
Ο λόρδος Κώρζον έφθασε στη Λωζάννη αποφασισμένος να αποκαταστήσει τη βρετανική διπλωματική επιρροή καθοδηγώντας τις εργασίες της συνδιασκέψεως προς μία κατά το δυνατόν ευνοϊκότερη για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα συνθήκη. Στόχος του παρέμενε η διάσπαση της τουρκορρωσικής συμμαχίας και η απομόνωση της Γαλλίας και της Ιταλίας. Τις προθέσεις του εγκαίρως είχε διαβλέψει ο Ελ. Βενιζέλος, ο μόνος του αυτού διαμετρήματος πολιτικός στη συνδιάσκεψη, που σήκωσε μόνος, με τη βοήθεια του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δ. Κακλαμάνου και την καλυμμένη υποστήριξη των Βρετανών, τη βαριά αυτή ευθύνη επί οκτώ μήνες στη Λωζάννη. Εγραφε ο ίδιος από το Παρίσι, όπου είχε πάει για μία μόνον ημέρα, μόλις έμαθε για την εκτέλεση των «Εξι», στον K. Ρέντη, «Αγγλία και Γαλλία θα υποστηρίξωσιν ημάς και εις το ζήτημα Δ. Θράκης πλην Καραγάτς. (...) Μόνον διά Δωδεκάνησα είμαι ανήσυχος, διότι ενώ Αγγλία υποστηρίζει ημάς εκθύμως (...) φοβούμαι μήπως Γαλλία έχει υποσχεθεί εις Ιταλίαν υποστήριξιν. Καίτοι απόψεις επαναλήψεως εχθροπραξιών απίθανοι, καθήκον ημών είναι να συνεχίσωμεν μετά πάσης δραστηριότητος εργασίαν προς ενίσχυσιν στρατού δι' αντιμετώπισιν παντός απροόπτου».
Τον Φεβρουάριο του 1923, όταν η τουρκική αδιαλλαξία είχε οδηγήσει σε αδιέξοδο και οι Βρετανοί είχαν διχαστεί στους μεν που ήθελαν την ειρήνη πάση θυσία και στους δε, πάντοτε εντός του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, και με επικεφαλής τον άγγλο πρωθυπουργό που απέβλεπε «υπέρ εντονωτέρας πολιτικής προς επίτευξιν ειρήνης και... εν ανάγκη ενόπλου αναμονής σφοδρώς αποστέργοντες οιανδήποτε προς Τούρκους περαιτέρω παραχώρησιν» (πρεσβευτής Γ. Μελάς από Λονδίνο, απόρρητο ΑΠ 337/1197, 12 Φεβρουαρίου 1923), ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε μία ημέρα προτού αναχωρήσει από τη Λωζάννη:
«Γνωρίζετε πόσον ειλικρινείς υπήρξαν προσπάθειαί μου όπως επιτευχθή ειρήνη. Πιστεύω ακόμη ότι αύτη δύναται να υπογραφή. Αλλ' υπογραφή αυτής δεν εξαρτάται εκ μόνης ημετέρας δηλώσεως. Και οι Τούρκοι δεν αποκλείεται να φανούν αδιάλλακτοι. Και οι σύμμαχοι αν οι Τούρκοι υποχωρήσουν κατά τα λοιπά δεν αποκλείεται να εγκαταλείψουν ημάς εις ζήτημα πληρωμής αποζημιώσεων (σ.σ.: η Τουρκία ζητούσε από την Ελλάδα να πληρώσει ως αποζημίωση το ποσό των 1.341.639.505 τουρκικών λιρών, δηλαδή 178.885.267 στερλίνες!). Μόνη ασφάλεια έθνους κατά παντός απροόπτου είναι η ικανότης στρατού μας όπως ευθύς ως δοθή σύνθημα είναι έτοιμος όπως προελάση εις Ανατολικήν Θράκην. Αλλωστε εχθρός είναι εις θέσιν να γνωρίζη κατάστασιν στρατού μας, και ετοιμοπόλεμον αυτού δύναται να αναγκάση αυτόν καλλίτερον παντός άλλου επιχειρήματος εις υπογραφήν ειρήνης.» (αρ. τηλεγραφήματος 532)
H τιμή του τάπητος και οι συμφωνίες
Οι εργασίες της Συνδιάσκεψης διεκόπησαν στις αρχές Φεβρουαρίου του 1923 και επανελήφθησαν στα τέλη Απριλίου. Ο Κώρζον διέτρεξε τον κίνδυνο όταν διέκοψε τη συνδιάσκεψη στο τέλος της πρώτης φάσης να οδηγήσει με την απόφασή του σε επανάληψη των εχθροπραξιών. Αλλωστε η ετοιμότητα του ελληνικού στρατού και συγκεκριμένα της στρατιάς του Εβρου χρησίμευε ως όπλο διαπραγμάτευσης τόσο στον ίδιο όσο και στον Βενιζέλο. Ηταν όμως τέτοια η οξύτης που επήλθε μεταξύ αυτού, ως προέδρου της συνδιάσκεψης, και του Ισμέτ Πασά και τόσο βαριά τα λόγια που αντάλλαξαν ώστε η διακοπή επιβαλλόταν. «Ως γνήσιος Τούρκος εσκέπτετο ότι θα ηδύνατο να με προλάβη προτού στρίψω την γωνίαν του δρόμου διά μίαν τελικήν διαπραγμάτευσιν ως προς την τιμήν του τάπητος» έγραφε αηδιασμένος ο λόρδος Κώρζον (Documents, First series, τόμ. XVIII, αρ. 370, σελ. 506) αναφερόμενος στην αγωνία του Ισμέτ Πασά να τηλεφωνήσει δύο φορές μέσα σε μία ώρα στο διαμέρισμα του Κώρζον στο Beau Rivage για να διαπιστώσει εάν όντως ο λόρδος είχε εγκαταλείψει τη Λωζάννη (ώρα 9η εσπερινή με τρένο και προορισμό το Λονδίνο).
H επανάληψη των εργασιών της συνδιάσκεψης στα τέλη Απριλίου ολοκληρώθηκε με τις εργασίες της τρίτης επιτροπής τον Ιούλιο. Στις 24 του ίδιου μήνα η Συμφωνία υπεγράφη στο Palais de Rumine, κτίριο που ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης.
Εκτός από τα γνωστά εδαφικά ζητήματα (της Σμύρνης και της A. Θράκης, που υποχρεώθηκε να εκκενώσει η Ελλάδα, της αναγνωρίσεως της ελληνικής κυριαρχίας επί των Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας - η Ιμβρος και η Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία - και της αναγνωρίσεως της ιταλικής κυριαρχίας εφ' ολοκλήρου της Δωδεκανήσου), ιδιαίτερη σημασία είχαν οι συμφωνίες περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η υποχρέωση της Τουρκίας να αναγνωρίσει σε αλλοεθνείς μειονότητες πλήρη ισοπολιτεία, η παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, όπως και η ειδική σύμβαση περί του καθεστώτος των Στενών που ίσχυσε μέχρι της υπογραφής στις 20 Ιουλίου 1936 της Συμβάσεως του Montreux.
H Συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα τη βάση μιας διαρκούς ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τον θεμέλιο λίθο της οποίας είχαν θέσει οι δύο εμπνευστές της ελληνοτουρκικής φιλίας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ, απεσταλμένος του οποίου υπήρξε ο Ισμέτ Πασάς".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου