Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας (Επέτειος)


Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (αρχαία ελληνικά Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος) διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας (στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στην Αθήνα) μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτέλεσε την σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να σταματήσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τους Έλληνες, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου. Παρ' όλ' αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 479 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος, και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι' αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία.
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επανεγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα των Περσών του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηρόδοτο
Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.
Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων. Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητών, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες. Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς η εισβολή θα ήταν μεγάλης κλίμακας, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά. Αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος έπρεπε να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να περάσει στην Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να ανοιχθεί στον ισθμό του Όρους Άθως. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη. Στις αρχές του 480 π.Χ, οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες - συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.
Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Οι Έλληνες αποφάσισαν να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, από όπου ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα και όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.
Στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες αντιστάθηκαν κατά των Περσών για τρεις ημέρες, πριν περικυκλωθούν από τους τελευταίους, λόγω της προδοσίας του Εφιάλτη. Οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποχώρησαν. Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, σε αυτό το σημείο, βρισκόταν σε αδιέξοδο - ωστόσο, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι υποχώρησαν
Ο Θεμιστοκλής, μετά την ήττα στις Θερμοπύλες, προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, καθώς προέβλεψε την καταστροφή της. Οι Αθηναίοι έφυγαν από την πόλη και πήγαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα. Ο Θεμιστοκλής κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους, επικαλούμενος τον χρησμό της Πυθίας, ο οποίος έλεγε ότι οι Αθηναίοι θα σωθούν σε ξύλινα τείχη, δηλαδή στις τριήρεις, όπως το ερμήνευσε ο Θεμιστοκλής. Όσοι άνδρες ήταν σε θέση να πολεμήσουν μπήκαν στις τριήρεις, ενώ στην Αθήνα έμειναν λίγοι γέροι και άρρωστοι.
Ο στόλος των Ελλήνων κατευθύνθηκε στη Σαλαμίνα, με σκοπό να βοηθήσει την εκκένωση της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, έστειλε επιγραφές στους Ίωνες να μην πολεμήσουν κατά των Ελλήνων:
«ἄνδρες Ἴωνες, οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι καὶ τὴν Ἑλλάδα καταδουλούμενοι. ἀλλὰ μάλιστα μὲν πρὸς ἡμέων γίνεσθε· εἰ δὲ ὑμῖν ἐστι τοῦτο μὴ δυνατὸν ποιῆσαι, ὑμεῖς δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε καὶ αὐτοὶ καὶ τῶν Καρῶν δέεσθε τὰ αὐτὰ ὑμῖν ποιέειν. εἰ δὲ μηδέτερον τούτων οἷόν τε γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε ἢ ὥστε ἀπίστασθαι, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ἔργῳ, ἐπεὰν συμμίσγωμεν, ἐθελοκακέετε μεμνημένοι ὅτι ἀπ᾽ ἡμέων γεγόνατε καὶ ὅτι ἀρχῆθεν ἡ ἔχθρη πρὸς τὸν βάρβαρον ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν γέγονε

μετάφραση: Άνδρες της Ιωνίας, δεν είναι δίκαιο να πολεμάτε εναντίον των πατέρων σας και να υποδουλώνετε την Ελλάδα. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να πολεμάτε στο πλευρό μας. Αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μάχης να μείνετε στην άκρη και να πείσετε τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Αλλά αν δεν μπορείτε να κάνετε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν αποφασίσετε να μείνετε με το πλευρό της μεγαλύτερης δύναμης, όταν θα έρθουμε στα χέρια, να ενεργήσετε ως δειλοί και να θυμάστε ότι είμαστε το ίδιο αίμα και ότι η αιτία της εχθρότητας με τους βάρβαρους προήλθε από εσάς.
 »
Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό.
Ο Θεμιστοκλής, από την άλλη, επέμενε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα για να πολεμήσει. Στο συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν τη ναυμαχία, ο Θεμιστοκλής διέκοπτε συνέχεια τον ναύαρχο των Κορινθίων, Αδείμαντο. Ο Ευρυβιάδης, τότε, του είπε ότι αυτούς που ξεκινούν πριν το σύνθημα τους ραπίζουν, ενώ ο Θεμιστοκλής του απάντησε ότι αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν ποτέ βραβείο. Ο Ευρυβιάδης προσπάθησε να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, ο οποίος απέφυγε το χτύπημα και είπε την γνωστή φράση πάταξον μέν, ἄκουσον δέ. Τότε ο Ευρυβιάδης ηρέμησε.
Ο Αδείμαντος πίστευε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να σταματήσει τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Θεμιστοκλής θύμισε στους συμμάχους τη ναυμαχία του Αρτεμισίου λέγοντας ότι η ναυμαχία σε κλειστό χώρο θα λειτουργούσε προς όφελος τους. Ο Αδείμαντος όμως αποκάλεσε απάτριν τον Θεμιστοκλή, επειδή ο Ξέρξης είχε κάψει την Αθήνα. Οργισμένος, ο Θεμιστοκλής δήλωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν την πατρίδα τους στις 200 τριήρεις που έφεραν στη Σαλαμίνα, προειδοποιώντας τους Έλληνες ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να μεταβούν στην Ιταλία, όπου θα έβρισκαν καλύτερη πατρίδα και οι Έλληνες θα θυμηθούν τα λόγια του γιατί θα μείνουν χωρίς στόλο. Ο Ευρυβιάδης υποχώρησε αλλά οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να πλεύσουν στον Ισθμό της Κορίνθου.
Τη νύχτα, ο Θεμιστοκλής έστειλε στο περσικό στρατόπεδο τον Σίκιννο, για να πει στους Πέρσες ότι μερικοί Έλληνες σκόπευαν να φύγουν από τη Σαλαμίνα και ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε επίσης από τον Σίκιννο να πει στον Ξέρξη ότι οι Πέρσες θα επικρατούσαν στον πόλεμο, όχι οι Έλληνες
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο συμμαχικός στόλος είχε 378 τριήρεις, και αναφέρει τον αριθμό των πλοίων που έστειλε κάθε πόλη-κράτος (όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα). Παρ' ολ' αυτά, σύμφωνα με τις προσθέσεις, οι Έλληνες διέθεταν 366 πλοία. Δεν αναφέρεται ρητά ότι όλες οι 378 τριήρεις πολέμησαν στη Σαλαμίνα (ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ) και επίσης λέει ότι οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 τριήρεις (νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο). Ο ιστορικός Macaulay πιστεύει ότι η διαφορά αφορά τη φρουρά που έπλευσε από την Αίγινα. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δύο περσικά πλοία αυτομόλησαν στους Έλληνες, ένα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και ένα πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα ο συνολικός στόλος πρέπει να είναι 380 πλοία.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις. Ο Κτησίας ισχυρίζεται ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε μόνο 110 τριήρεις, αριθμός ο οποίος συνδέεται με τον αριθμό του Αισχύλου. Σύμφωνα με τον Υπερείδη, ο ελληνικός στόλος είχε μόνο 220 πλοία. Ο στόλος ήταν, στην πραγματικοτήτα, υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, αλλά τυπικά ήταν υπό τη διοίκηση του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όπως είχε συμφωνηθεί στο συμβούλιο του 481 π.Χ. Αν και ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να διεκδικήσει την αρχηγία του στόλου, οι αντίζηλες των Αθηναίων ναυτικές δυνάμεις (Κορίνθιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς) είχαν αντίρρηση και για συμβιβαστική λύση η ηγεσία του στόλου δόθηκε στη Σπάρτη, αν και δεν είχε ναυτική παράδοση.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις. Ωστόσο, από αυτά τα πλοία, το 1/3 χάθηκε στη Μαγνησία, λόγω καταιγίδας, περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια,, ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολο τους, αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία. Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα.Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Λυσίας ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο, καθώς ο δάσκαλος του Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα. Ο Κτησίας δίνει άλλο αριθμό, χίλια πλοία, καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα.
Ο αριθμός των 1.207 περσικών πλοίων εμφανίστηκε πολύ νωρίς στις ιστορικές αναφορές (472 π.Χ), και οι Έλληνες φαίνεται πραγματικά να πίστευαν ότι αντιμετώπισαν τόσα πολλά πλοία. Εξαιτίας της συνοχής στις αρχαίες πηγές, μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Πέρσες είχαν 1.207 πλοία - άλλοι δεν δέχονται αυτό τον αριθμό, αναφέροντας ότι μοιάζει περισσότερο με παραπομπή στον ελληνικό στόλο στην Ιλιάδα, και γενικά θεωρείται ότι οι Πέρσες μπορούσαν να έχουν μόνο περίπου 600 πολεμικά πλοία στο Αιγαίο.Ωστόσο, πολύ λίγοι φαίνεται να δέχονται ότι στη Σαλαμίνα συμμετείχαν τόσα περσικά πλοία - ο πιο σωστός, κατά τους περισσότερους, αριθμός είναι περίπου 600-800 περσικά πλοία. Αυτός επίσης είναι ο αριθμός που δίνεται αν προσθέσουμε τον αριθμό των περσικών πλοίων μετά το Αρτεμίσιο (~550) και των ενισχύσεων (120), που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο.
Οι Πέρσες, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, είχαν σκοπό να καταλάβουν, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, την Ελλάδα, έχοντας φέρει μεγάλες δυνάμεις. Από την άλλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες σε στενούς χώρους, όπου δεν θα ήταν χρήσιμη η αριθμή υπεροχή τους. Ο Ξέρξης δε φανταζόταν τέτοια αντίσταση, για αυτό περίμενε τέσσερις μέρες να διασκορπιστούν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες. Ο χρόνος ήταν ζωτικής σημασίας παράγων για τους Πέρσες, καθώς δεν μπορούσαν να συντηρούν τον στρατό τους για πολύ καιρό, και ο Ξέρξης επιθυμούσε να επιστρέψει γρήγορα στην Περσία. Η μάχη των Θερμοπυλών απέδειξε ότι η μετωπική επίθεση κατά των Ελλήνων ήταν άχρηστη, και ότι, με τους Σύμμαχους στον Ισθμό, η κατάληψη της Ελλάδος από την ξηρά ήταν σχεδόν απίθανη. Όμως, η μάχη των Θερμοπυλών απέδειξε επίσης ότι οι Έλληνες καταστρέφονταν όταν οι Πέρσες τους υπερφαλάγγιζαν. Για να καταστρέψει τους σύμμαχους στον Ισθμό, έπρεπε να πετύχει σοβαρή νίκη σε ναυμαχία, κάτι που θα του έδινε την ευκαιρία να τελείωσει γρήγορα και νικηφόρα τον πόλεμο. Από την άλλη, οι Έλληνες θα απέφευγαν την καταστροφή μόνο αν περικύκλωναν και κατέστρεφαν τον περσικό στόλο, όπως ήλπιζε ο Θεμιστοκλής.
Οι Πέρσες, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, δεν έπρεπε να είχαν πολεμήσει στη Σαλαμίνα, καθώς θα είχαν τακτικό μειονέκτημα. Ο Ηρόδοτος, στο βιβλίο Ουρανία, αναφέρεται στο συνέδριο που έγινε πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, στο οποίο μόνο η Αρτεμισία τάχθηκε κατά της ιδέας για ναυμαχία στην Σαλαμίνα, λέγοντας τα εξής:
Αυτή είναι η συμβουλή μου για σένα: μην δώσεις μάχη στη θάλασσα. Οι άνδρες τους είναι ανώτεροι από τους δικούς μας στη θάλασσα όπως οι άνδρες είναι ανώτεροι των γυναικών [...] Θα πρέπει να σου εξηγήσω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα για τον αντίπαλο. Αν δεν επιτεθείς αλλά κρατήσεις τον στόλο στην ακτή, ή αν επιτεθείς στην Πελοπόννησο, δέσποτα, θα πετύχεις τους στόχους σου χωρίς κόπο. Δεν θα μπορέσουν οι Έλληνες να σου αντισταθούν πολύν καιρό, θα σκορπιστούν και θα γυρίσουν στις πόλεις τους. Δεν έχουν προμήθειες σε αυτό το νησί, όπως με πληροφόρησαν, ούτε είναι φυσικό, αν στείλεις στρατό στην Πελοπόννησο, να μείνουν εδώ όσοι κατάγονται από εκεί ούτε να ναυμαχήσουν για τους Αθηναίους. Αν όμως αποφασίσεις να δώσεις ναυμαχία, φοβάμαι ότι θα κακοπάθει ο στόλος αλλά και ο στρατός συγχρόνως.
Οι Πέρσες είχαν αρκετά πλοία για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να στείλουν ένα μικρό στόλο στην Πελοπόννησο. Παρ' ολ' αυτά, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να δώσουν μια ναυμαχία, με την ελπίδα να αλλάξουν αποφασιστικά την πορεία του πολέμου.
Οι Πέρσες είχαν πλεονέκτημα, λόγω αριθμητικής υπεροχής και περισσότερων ποιοτικών πλοίων.Οι Πέρσες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχαν καλύτερους ναυτικούς- τα περισσότερα αθηναϊκά πλοία (και κατ' επέκταση το μεγαλύτερο μέρος του στόλου) είχαν δημιουργηθεί πρόσφατα και τα πληρώματα τους δεν ήταν έμπειρα. Η πιο κοινή θαλάσσια τακτική στην Μεσόγειο αυτό τον καιρό ήταν ο εμβολισμός (οι τριήρεις ήταν εξοπλισμένες με ένα έμβολο), ή η χρησιμοποίηση οπλιτών (επιβατών, όπως οι σημερινοί πεζοναύτες). Οι Πέρσες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν έναν ελιγμό που ήταν γνωστός ως «διέκπλους». Κατά τον ελιγμό αυτόν, το πλοίο εισχωρούσε σε κενό μεταξύ πλοιών της εχθρικής παράταξης και έστρεφε απότομα, εμβολίζοντας το εχθρικό πλοίο στα πλευρά. Οι Πέρσες είχαν αρκετά έμπειρους ναυτικούς για τον ελιγμό αυτό, αλλά οι Έλληνες είχαν σχεδιάσει μια τακτική για να τον εξουδετερώσουν.
Υπήρξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με το αξιόμαχο του ελληνικού και του περσικού στόλου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα, άρα και λιγότερο ευέλικτα. Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς, τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα εκ κατασκευής ή δεν είχαν στεγνώσει από τον χειμώνα. Άλλοι αναφέρουν ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων προερχόταν από το βάρος των οπλιτών (επιβατών), είκοσι από τους οποίους φαίνεται να ζύγιζαν (με τον εξοπλισμό τους) δύο τόνους. Το μεγάλο βάρος θα μείωνε τις πιθανότητες των Ελλήνων να αποκρούσουν τον διέκπλουν. Παρ' ολ' αυτά, φαίνεται ότι οι Έλληνες είχαν περισσότερους από το κανονικό οπλίτες, γιατί η κύρια τακτική τους ήταν η επιβίβαση (ρεσάλτο). Πράγματι, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν βύθιζαν πλοία στο Αρτεμίσιο, αλλά τα αιχμαλώτιζαν. Μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών διατυπώθηκε η άποψη ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων τους επέτρεψε να αντέξουν τους ισχυρούς ανέμους στις ακτές της Σαλαμίνας και να αποφύγουν τον εμβολισμό ή μάλλον τις συνέπειές του
Οι Πέρσες μπορούσαν να νικήσουν τον ελληνικό στόλο σε ναυμαχία στον ανοικτό χώρο, λόγω αριθμητικής υπεροχής και μεγαλύτερης ναυτικής εμπειρίας, ενώ οι Έλληνες μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες μόνο σε στενό χώρο, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα τους προκαλούσε προβλήματα Η ναυμαχία του Αρτεμισίου έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, αλλά χρειάζονταν πιο στενό χώρο από ότι το Αρτεμίσιο. Σύμφωνα με τον Lazenby (Λάζενμπι), οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Σαλαμίνα επειδή ήταν σίγουροι για την νίκη τους και επειδή έπεσαν στην παγίδα του Θεμιστοκλή
Ο Τομ Χόλλαντ αναφέρει ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν περιγράφτηκε καλά από τις αρχαίες πηγές και είναι αδύνατο κάποιος από τους συμμετέχοντες (πλην του Ξέρξη) να έχει πλήρης εικόνα της μάχης
Όπως αναφέρει ο Διόδωρος, οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στα αριστερά, με τους Σπαρτιάτες (μαζί με τους Αιγινήτες και τους Μεγαρείς) στα δεξιά Ο ελληνικός στόλος φαίνεται να διαμορφώθηκε σε δύο τάξεις, λόγω του πολύ στενού χώρου.Ο Ηροδότος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος εκτείνεται σε γραμμή από τον βορρά στον νότο (από τον σημερινό Άγιο Γεώργιο μέχρι την Κυνόσουρα). Ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος παρατάχθηκε από την ανατολή ως τη δύση, από την Σαλαμίνα μέχρι το Αιγάλεω Όρος - θεωρείται λανθασμένο καθώς η περιοχή (Αιγάλεω Όρος) ήταν υπό την κατοχή των Περσών
Ο περσικός στόλος, το απόγευμα πριν τη ναυμαχία, στάλθηκε να κλείσει την έξοδο από τα στενά. Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι οι Πέρσες εισήλθαν στα Στενά της Σαλαμίνας το σούρουπο, περιμένοντας τους Έλληνες να βγούν, έτσι ώστε να τους καταστρέψουν. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν με αυτή την άποψη, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι οι Πέρσες δεν μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς σε στενό χώρο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Υπάρχουν δύο θεωρίες - είτε οι Πέρσες έκλεισαν την έξοδο από τα στενά και εισήλθαν στα στενά με την ανατολή του ήλιου είτε παρατάχθηκαν στα στενά την νύχτα. Οι Πέρσες περιέστρεψαν τον στόλο τους από την άκρη της Κυνόσουρας, έτσι ώστε από μια αρχική προσέγγιση ανατολής-δύσης (εμποδίζοντας την έξοδο), να έρθουν γύρω από μια ευθυγράμμιση βορρά-νότου (δείτε το διάγραμμα).Ο περσικός στόλος φαίνεται να διαμορφώθηκε σε 3 τάξεις των πλοίων (σύμφωνα με τον Αισχύλο) - με τους Φοίνικες στα δεξιά (Αιγάλεω Όρος), τους Ίωνες στα αριστέρα και τους υπόλοιπους στο κέντρο.
Ο Διόδωρος δηλώνει ότι ο Ξέρξης έστειλε τους Αιγύπτιους να κλείσουν τον δίαυλο μεταξύ Σαλαμίνας και Μεγάρων. Αν ο Ξέρξης σκόπευε να παγιδεύσει τους Έλληνες, αυτή η κίνηση θα προκαλούσε αίσθηση (ειδικά όταν δεν περίμενε να ναυμαχήσει με τους Έλληνες). Παρ' όλ' αυτά, ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει κάτι τέτοιο (πιθανώς παραπέμπει στην παρουσία των Αιγυπτίων στην κύρια μάχη), με μερικούς σύγχρονους ιστορικούς να απορρίπτουν τη θεωρία αυτή, ενώ άλλοι να τη δέχονται. Ο Ξέρξης επίσης έστειλε λίγο στρατό στην Ψυττάλεια, με σκοπό να σκοτώσει όσους Έλληνες κατέληγαν εκεί.
Δεδομένου ότι οι Πέρσες αποφάσισαν να μην επιτεθούν στους Έλληνες μέχρι την ανατολή του ηλίου, είχαν αυτοί την ευκαιρία, αφού δεν σκέφονταν να διαφύγουν, να προετοιμαστούν τη νύχτα. Μετά τον λόγο του Θεμιστοκλή, οι ναύτες επιβιβάστηκαν και τα πλοία ήταν έτοιμα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, την αυγή, όταν οι Έλληνες μπήκαν στα πλοία τους, οι Πέρσες τους επιτέθηκαν. Αν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά κατά το ξημέρωμα, οι Έλληνες είχαν χρόνο να πάρουν τις θέσεις τους.
Ο Αισχύλος δηλώνει ότι όταν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά, πριν δούν τον ελληνικό στόλο, είχαν ακούσει το πολεμικό τραγούδι των Ελλήνων, τον παιάνα
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων:
νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Εμπρός, γιοί των Ελλήνων,
Ελευθερώστε την πατρίδα,
Ελευθερώστε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας,
Τους βωμούς των θεών των πατέρων σας
Και τους τάφους των προγόνων σας:
Τώρα είναι ο αγώνας για τα πάντα.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον ισχυρισμό των Αθηναίων, ότι στην αρχή της μάχης οι Κορίνθιοι ύψωσαν τα πανιά τους και υποχώρησαν στα βόρεια και ότι επέστρεψαν όταν είχαν όλα τελειώσει - παρ' ολ' αυτά, οι υπόλοιποι Έλληνες δεν πίστεψαν τους Αθηναίους. Σύμφωνα με τον Χόλλαντ, οι Κορίνθιοι κατευθύνθηκαν στα βόρεια για να ελέγξουν αν υπήρχε εκεί ο αιγυπτιακός στόλος. Από την άλλη, φαίνεται ότι η υποχώρηση των Κορινθίων οδήγησε τους Πέρσες σε επίθεση
Εκείνη τη στιγμή, φαίνεται ότι οι Πέρσες αποδιοργανώθηκαν, ενώ ήταν φανερό ότι οι Έλληνες ήταν έτοιμοι για επίθεση. Αλλά, αντί να επιτεθούν, οι Έλληνες υποχώρησαν. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτό έγινε για να παραταχθούν σε καλύτερη θέση και για να κερδίσουν χρόνο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες, καθώς υποχωρούσαν, είδαν μια γυναίκα που τους έλεγε ὦ δαιμόνιοι, μέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε (μετ. ω δαιμόνιοι, μέχρι που σκοπεύετε να φθάσετε με τα πλοία σας;).
Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης έδωσε το σήμα για επίθεση. Στην αρχή, ένα ελληνικό πλοίο, με ένα απλό χτύπημα, διέλυσε το πιο κοντινό περσικό πλοίο. Οι Αθηναίοι δήλωσαν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία, Αθηναίου από την Παλλήνη, αν και οι Αιγινήτες ισχυρίστηκαν ότι ήταν ένα από τα δικά τους πλοία. Τότε, τα ελληνικά πλοία επιτέθηκαν
Οι λεπτομέρειες της μάχης είναι πρόχειρες, ενώ κανένας από τους συμμετέχοντες δεν θα μπορούσε να δει τι γινόταν σε ολόκληρο το πεδίο της μάχης, πλην του Ξέρξη και των στρατηγών του. Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές τριήρεις είχαν μεγάλο έμβολο στο μπροστινό μέρος, έτσι ώστε να καστρέφουν τα εχθρικά πλοία. Αν ο εμβολισμός δεν έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε ξεκινούσε μάχη μεταξύ των στρατιωτών που υπήρχαν στα πλοία Οι Έλληνες είχαν οπλίτες με βαρύ οπλισμό, ενώ οι Πέρσες φαίνεται να είχαν οπλίτες με ελαφρύτερο οπλισμό.
Στο θέατρο της ναυμαχίας, η πρώτη γραμμή μάχης των Περσών απωθήθηκε από τους Έλληνες, εμποδίζοντας την προώθηση της δεύτερης και της τρίτης γραμμής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, κατάφερε να χωρίσει στα δύο το δεξιό μέρος της παράταξης των Φοινίκων. Ο Αριαβίγνης (αδερφός του Ξέρξη) σκοτώθηκε στην αρχή της μάχης. Στο κέντρο, οι Έλληνες κατάφεραν να χωρίσουν τον περσικό στόλο στα δύο.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει, εκείνη τη στιγμή, την ιστορία της Αρτεμισίας. Το πλοίο της είχε βρεθεί κυνηγημένο από τον Αμεινία. Τότε, για να ξεφύγει, εμβόλισε το πλοίο του Δαμασιθύμου, βασιλιά των Καλυνδέων - αυτό έπεισε τους Αθηναίους ότι το πλοίο της Αρτεμισίας ήταν φιλικό. Ο Ξέρξης, ο οποίος παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το Αιγάλεω Όρος, ρώτησε να μάθει ποιός είχε βυθίσει το πλοίο, το οποίο θεώρησε ελληνικό. Κάποιος του απάντησε πως αυτή που το βύθισε ήταν η Αρτεμισία. Τότε ο Ξέρξης είπε «οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱ δὲ γυναῖκες ἄνδρες» (μετ. οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες). Ορισμένοι Φοίνικες προσπάθησαν να κατηγορήσουν τους Ίωνες για δειλία πριν το τέλος της μάχης. Αλλά ο Ξέρξης διέταξε να αποκεφαλιστούν οι Φοίνικες επειδή είχαν κατηγορήσει τους πιο «ευγενείς» άνδρες του περσικού στόλου
Ακολούθησε η καταδίωξη και η καταστροφή του περσικού στόλου, ο οποίος υποχώρησε στο Φάληρο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αιγινήτες τους έστησαν ενέδρα - μερικά περσικά πλοία κατευθύνθηκαν στο λιμάνι, στο Φάληρο, όπου βρίσκονταν ο περσικός στρατός. Ο Αριστείδης, μαζί με ένα σώμα οπλιτών, κατευθύνθηκε στην Ψυττάλεια, για να εξοντώσει όσους Πέρσες άφησε εκεί ο Ξέρξης.
Οι Έλληνες έχασαν 40 τριήρεις, ενώ οι Πέρσες φαίνεται να έχασαν 200 πλοία - είναι γνωστό ότι το επόμενο έτος είχαν 300 πλοία. Ο αριθμός των περσικών απωλειών εξαρτάται από τον αριθμό των περσικών πλοίων που θα δεχτούμε ότι βυθίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν - ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι πολλοί Πέρσες χάθηκαν επειδή δεν ήξεραν να κολυμπούν
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης δοκίμασε να χτίσει γέφυρα απέναντι από τα στενά για να επιτεθεί στους Αθηναίους, αλλά απέτυχε. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε ένα πολεμικό συνέδριο μετά τη ναυμαχία, όπου ο Μαρδόνιος είπε:
Δέσποτα, μη λυπάσαι για αυτό που έγινε και μη το θεωρείς μεγάλη συμφορά. Δεν εξαρτάται από τα ξύλα ο αγώνας που θα μας τα δώσει όλα, αλλά από τους άνδρες και τα άλογα [...] Αν θέλεις, θα επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, αν όχι, μπορούμε να περιμένουμε [...] Μη κάνεις τίποτα, Βασιλιά, που θα γελοιοποιήσει τους Πέρσες στους Έλληνες, γιατί δεν φάνηκαν οι Πέρσες δειλοί. Αν οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κίλικες φάνηκαν δειλοί, δεν φταίνε οι Πέρσες [...] Αν δεν θέλεις να μείνεις στην Ελλάδα, γύρισε πίσω με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και άφησέ με υποδουλώσω την Ελλάδα για σένα με τριακόσιες χιλιάδες στρατού που θα διαλέξω εγώ.
Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του - ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους.
Οι Αιγινήτες πήραν το αριστείο της ανδρείας. Για τον στρατηγό που αρίστευσε, οι στρατηγοί ψήφισαν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τον Θεμιστοκλή. Οι Σπαρτιάτες έδωσαν στεφάνι ανδρείας στον Ευρυβιάδη και στον Θεμιστοκή στεφάνι αριστείας στη σύνεση και στην επιτηδειότητα].
Το επόμενο έτος, ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα. Αλλά, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τον Μαρδόνιο, για αυτό βάδισαν για την Αττική. Ο Μαρδόνιος υποχώρησε στη Βοιωτία, για να δελεάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στις Πλαταιές. Στη μάχη των Πλαταιών, το ελληνικό πεζικό συνέτριψε τους Πέρσες, ενώ στη μάχη της Μυκάλης, ο ελληνικός στόλος πέτυχε σοβαρή νίκη επί του περσικού στόλου.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί σημείο καμπής στους Περσικούς Πολέμους. Χάρη στη νίκη τους, οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές υλικές ζημιές. Στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, η απειλή για την κατάληψη της Ελλάδος διαλύθηκε και οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι, χάρη στους πολέμους της Δηλιακής Συμμαχίας, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών - αυτά τα γεγονότα μείωσαν το γόητρο των Περσών.
Οι μάχες στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα θεωρούνται σήμερα «θρυλικές», λόγω των δυσμενών συνθηκών για τους Έλληνες και της μςγάλης ανισότητας των δυνάμεων. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ιστορία. Για να υποστηρίξουν αυτή την άποψη, δηλώνουν ότι αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, η πιθανή κατάληψη της Ελλάδας από τους Πέρσες θα σταματούσε την ανάπτυξη του ελληνικού και του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού. Αυτή η οπτική γωνία βασίζεται στην προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, όπως η φιλοσοφία, η επιστήμη, η ατομική ελευθερία και η δημοκρατία έχουν τις ρίζες τους στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Παρ' ολ' αυτά, ο Χόλλαντ υποστηρίζει ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορούσε να αναπτυχθεί και υπό την περσική κυριαρχία - και φέρνει ως παράδειγμα τους Ίωνες που είχαν διατηρήσει τον πολιτισμό τους, παρόλο που αυτός ο πολιτισμός δεν ήταν δημοκρατικός και στερείται πολλών χαρακτηριστικών (ατομική ελευθερία, δημοκρατία) για τα οποία φημίζεται ο αθηναϊκός πολιτισμός. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αθήνα άνθησε αμέσως μετά τη νίκη στους Περσικούς Πολέμους.
Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, είναι δύσκολο να βγουν συμπεράσματα, λόγω της αβεβαιότητος για το τί πράγματι συνέβη. Για ακόμα μια αφορά οι Έλληνες επέλεξαν σοφά το χώρο, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική, αλλά αυτή τη φορά οι Έλληνες βασίστηκαν στην άσκοπη επίθεση των Περσών. Πάντως, θεωρείται ότι το πιο σημαντικό μάθημα είναι η εξαπάτηση των Περσών από τον Θεμιστοκλή.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Η Άλωση της Τριπολιτσάς (Επέτειος)


Η Άλωση της Τριπολιτσάςσφαγή της Τριπολιτσάς ή Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς ονομάζεται στη νεότερη ελληνική ιστορία η κατάληψη της πόλης της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έξι μήνες μετά από την έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Η πολιορκία (από τις αρχές Ιουνίου 1821) και η άλωση (23 Σεπεμβρίου 1821) της Τριπολιτσάς αποτέλεσαν καθοριστικό σταθμό στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, δεδομένου ότι είχαν ως αποτέλεσμα την σταθεροποίησή της και την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο, πλην ορισμένων φρουρίων.
Η άλωση της Τριπολιτσάς το 1821 ήταν μια σημαντική στρατιωτική επιτυχία των επαναστατημένων Ελλήνων που αποτέλεσε σπουδαίο σταθμό στον αγώνα επικράτησής τους στην Πελοπόννησο. Μελανό σημείο θεωρείται η μεγάλη σφαγή που ακολούθησε, ως αντίποινα σε αγριότητες Τούρκων όπως η Καταστροφή του Αιγίου και η Καταστροφή του Γαλαξειδίου, οι σφαγές αμάχων που σημειώθηκαν ενωρίτερα στην Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία και άλλες πόλεις, καθώς και η σφαγή 3.000 χριστιανών της Τρίπολης που είχε γίνει την Μ. Δευτέρα 29 Μαρτίου 1770 με ανασκολοπισμό του μητροπολίτη Άνθιμου και πέντε άλλων κληρικών.
Η επιτυχία οφείλεται στην διορατικότητα και την επιμονή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει οπλαρχηγούς και προεστούς για την αναγκαιότητα της κατάληψης της πρωτεύουσας της Πελοποννήσου, και την προετοίμασε με τις νίκες στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και στην μάχη της Γράνας.
Την άλωση της πόλης ακολούθησε φοβερή σφαγή του οθωμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, δεινή λεηλασία και ολοκληρωτική καταστροφή.
Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Η σημερινή πρωτεύουσα της Αρκαδίας ιδρύθηκε ως Τρίπολις περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίο και ήδη από το 1786 ήταν έδρα του βιλαετίου του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως.
Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού
Η Τριπολιτσά προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ. ύψους περίπου 4 μέτρων και πάχους δύο μέτρων στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω. Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες, και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση. Το τείχος, που είχε επτά πύλες, δεν ήταν σε κλασικό κυκλικό σχήμα. Υπήρχε επίσης ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα, ακρόπολις τρόπον τινά. Παρά την οχύρωσή της αυτή, η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, γιατί το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.[11]
Σύμφωνα με τον Gordon, οι κάτοικοι της πόλης πριν από την Επανάσταση, ανέρχονταν σε 15000, εκ των οποίων 7.000 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι.  Σύμφωνα με άλλες πηγές,κατά το 1821 κατοικούσαν στην πόλη 13000 Έλληνες,7000 Τούρκοι καθώς και 400 Εβραίοι. Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες έφυγαν και πολλοί Τούρκοι κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπως και σε άλλες οχυρές πόλεις, με συνέπεια να διπλασιαστεί πληθυσμός της και να φτάσει στους τριάντα χιλιάδες κατοίκους τουλάχιστον. H πόλη δεν είχε επάρκεια τροφίμων, αλλά, παρά το ότι οι Έλληνες κατέστρεψαν τα υδραγωγεία, τα νερά των πηγαδιών της ήταν άφθονα και πόσιμα.
Διοικητής της Πελοποννήσου στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Μεχμέτ πασάς, απασχολημένος όμως τον καιρό εκείνο εναντίον του Αλή πασά στην Ήπειρο. Όταν έμαθε για την πολιορκία, ο Χουρσίτ έστειλε στην Τριπολιτσά 3.500 στρατιώτες υπό τον Κεχαγιάμπεη. Άλλοι ηγέτες των Τούρκων ήταν ο Δεφτερντάρης, ο Σιέχ-Νετσίπ εφέντης και ο Κιαμήλμπεης της Κορίνθου, όλοι Πελοποννήσιοι. Διοικητές της πόλης ήταν ο Κεχαγιάμπεης και ο καϊμακάμης Σελίχ Μεχμέτ, αλλά μεγάλη ήταν η επιρροή της γυναίκας του Χουρσίτ. Η δύναμη των ενόπλων ήταν 10.000 άντρες, Αλβανοί, Ασιάτες και Πελοποννήσιοι Οθωμανοί.
Πριν ακόμη εκραγεί η Επανάσταση είχαν έλθει στην Τριπολιτσά αρκετοί αρχιερείς και προεστοί, ύστερα από διαταγή των Τούρκων οι οποίοι είχαν πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη εξέγερση, με κάποια πρόφαση διοικητικών ρυθμίσεων. Έμειναν εκεί ως όμηροι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, υπό μαρτυρικές συνθήκες διαβίωσης.
Τη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τρίπολης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είχε κατανοήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χάρη στην επιμονή του οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς που στόχευαν στα μικρά μεσσηνιακά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε έναν μεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο της Πελοποννήσου. Είχαν άλλωστε προηγηθεί οι νίκες του στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου).
Εντός των τειχών βρίσκονταν συγκεντρωμένοι περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άμαχοι Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και αρκετές χιλιάδες ενόπλων. Όταν η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων αλλά και από τις συνεχόμενες ήττες των τουρκικών στρατευμάτων σε μάχες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι,στη Γράνα και στα Δολιανά  και διαφαινόταν η κατάληψή της, ορισμένοι από αυτούς άρχισαν ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές για την ασφαλή έξοδό τους από την πολιορκημένη πόλη. Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι πλουσιότερες οικογένειες προσέγγιζαν οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο εξαγόραζαν την προστασία τους φεύγοντας από την Τριπολιτσά, αρκετοί με τα κινητά τους υπάρχοντα. Ο Raybaud αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις "κατάπτυστες δοσοληψίες". Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοίτης πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Την συμφωνία αυτή θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων. Όταν έπεφτε η πόλη οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Ο Maxime Raybaud πάντως αναφέρει ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα.
Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από την Τριπολιτσά. Το αριστερό κατείχε ο Κολοκοτρώνης με 2.500 άντρες, το δεξιό ο Γιατράκος με 1.500, το κέντρο με 1.000 ο Αναγνωσταράς και πίσω από το δεξιό και το κέντρο βρισκόταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με 1.500 άντρες. Οι δρόμοι προς Άργος και Λεοντάρι φυλάγονταν από 150 και τριακόσιους άντρες αντίστοιχα. Αρχιστράτηγος ανακηρύχθηκε ο Πετρόμπεης υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη, αλλά πραγματικός αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης.
Μέχρι τον Αύγουστο λάμβαναν χώραν ακροβολισμοί μεταξύ των εμπολέμων, στους οποίους υπερτερούσαν οι Έλληνες όταν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν το πεζικό των Τούρκων. Αλλά κι όταν επετίθετο το ιππικό τους, αποσύρονταν στους πρόποδες των βουνών και πάλι προξενούσαν βλάβη στους Τούρκους προστατευμένοι από την μορφολογία του εδάφους.
Τον Αύγουστο μαθεύτηκε ότι ο Κιαμήλμπεης θα μετέφερε ενισχύσεις και πολεμοφόδια στην επίσης πολιορκούμενη Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε κι ανοίχθηκε τάφρος (γράνα) πάνω στον δρόμο που θ’ ακολουθούσαν οι Τούρκοι, αλλά ο Κιαμήλμπεης δεν βγήκε τελικά. Βγήκαν όμως στις 10 Αυγούστου πάνω από τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι και συγκέντρωσαν άφθονα τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Στην επιστροφή τους προσβλήθηκαν από τους ενεδρεύοντες στην τάφρο Έλληνες, υπέστησα βαριές απώλειες και όλες οι τροφές και τα ζώα έπεσαν στα χέρια των πολιορκητών. Η μάχη αυτή, της Γράνας λεγόμενη, έφερε σε απόγνωση τους πεινασμένους ήδη Τούρκους.
Τέλη Αυγούστου έφτασε από την Μασσαλία με πλοίο του ο Σκώτος φιλέλληνας Thomas Gordon (Τόμας Γκόρντον), με Έλληνες και φιλέλληνες εθελοντές, τρία πυροβόλα και εξακόσια τουφέκια. Αλλά το πυροβολικό των Ελλήνων πολύ μικρή ζημιά μπόρεσε να προκαλέσει στον εχθρό, παρά τις προσπάθειες των ξένων εθελοντών, μεταξύ των οποίων και ο Raybaud.
Τότε ο Υψηλάντης, και ενώ είχαν ήδη εκδηλωθεί επιδημίες στην πόλη, πρότεινε παράδοση της πόλης υπό ευνοϊκούς όρους, αλλά αυτή απερρίφθη υπεροπτικά από τους Τούρκους.
Στις 26 Αυγούστου διαδόθηκε η φήμη ότι ο τουρκικός στόλος έφερνε στην Πάτρα 10.000 στρατιώτες για απόβαση, ενώ στην πραγματικότητα είχε μόνο 1000 Αλβανούς. Δεδομένου ότι υπήρχε φόβος ότι τα στρατεύματα αυτά θα ενίσχυαν την πολιορκούμενη Τριπολιτσά, ο Υψηλάντης εξεστράτευσε στον Κορινθιακό κόλπο με 500 άντρες του Κολοκοτρώνη, μεταξύ των οποίων ο ανεψιός του Αποστάλης και οι γιοι του Πάνος και Γενναίος. Ο Οθωμανικός στόλος αγκυροβόλησε στη Ζάκυνθο, εφοδιάστηκε από τις ουδέτερες Αρχές του νησιού και στις 7 Σεπτεμβρίου κατέπλευσε στην Πάτρα. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου έγινε απόβαση 700 Αλβανών του στόλου, οι οποίοι μπήκαν στο εγκαταλελειμμένο Αίγιο και το κατέκαψαν, ενώ διασκορπίστηκαν σε όλη την επαρχία λαφυραγωγούντες. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός στόλος έπλευσε προς το Γαλαξίδι, όπου αιχμαλώτισε 34 πλοία, κατέστρεψε τα υπόλοιπα, έσφαξε λίγους γέροντες που είχαν μείνει στην πόλη και την έκαψε. Τελικά όμως ο στόλος δεν ανακούφισε τους πολιορκημένους της Τριπολιτσάς. Σκοπός του ήταν να διευκολύνει την μετάβαση στρατευμάτων προς την Πελοπόννησο αλλά η εκστρατεία αυτή απέτυχε λόγω της ήττας των Τούρκων στην μάχη των Βασιλικών. Εν τω μεταξύ παραδόθηκαν στους Έλληνες τα φρούρια της Μονεμβασιάς και του Ναβαρίνου.
Δεδομένου ότι «η εκ περάτων της Πελοποννήσου υπερσωρευθείσα πληθύς ηπείλει διαρπαγήν γενικήν» κατά Φιλήμονα, αποφασίστηκε ότι οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα δύο τρίτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Οι Κεχαγιάμπεης, Κιαμήλμπεης και άλλοι επίσημοι Τούρκοι επικηρύχθηκαν.
Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη. Κατά τον Τρικούπη, η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα. Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού έμαθαν ότι ηττήθηκε στα Βασιλικά η βοήθεια που ερχόταν από ξηράς. Αλλά οι μεν περί τον Κεχαγιάμπεη Οθωμανοί της Ασίας πρότειναν έξοδο και διαφυγή προς το Ναύπλιο, οι Αλβανοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν κατά την έξοδο (ξέροντας μάλιστα ότι αν έφευγαν οι υπόλοιποι θα έρχονταν εύκολα σε συμφωνία με τους Έλληνες), οι δε εντόπιοι Τούρκοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια των οικογενειών τους και ήταν συνεπώς υπέρ ενός συμβιβασμού, βασιζόμενοι και στις σχέσεις τους με τους Έλληνες προκρίτους. Σημειωτέον ότι οι Ασιάτες και οι Αλβανοί δεν είχαν οικογένειες να φροντίσουν.
Εν τω μεταξύ οι Αλβανοί έκαναν μαύρη αγορά τροφίμων και νερού ακόμη, και πήραν τους καθυστερούμενους μισθούς τους αφού απέκλεισαν τον Κεχαγιάμπεη στο σαράι του. Οι δε Έλληνες πολιορκητές είχαν φτάσει «επ’ ελπίδι λαφυραγωγίας» τις 15.000 και κάποιοι απ’ αυτούς πουλούσαν τη νύχτα εφόδια στους πολιορκημένους. Οι Έλληνες έδιναν στους πολιορκούμενους τρόφιμα και έπερναν όπλα και πολύτιμα αντικείμενα. Οι οπλαρχηγοί έβλεπαν αυτές τις συναλλαγές αλλά έκαναν τα στραβά μάτια γιατί οι περισσότεροι Έλληνες ήταν άοπλοι. Όπως λέει ο Φωτάκος, μερικοί πολεμούσαν "με τη βουκέντρα του βοδιού τους".
Οι υπέρ του συμβιβασμού Τούρκοι υποκίνησαν τις γυναίκες, κάτι που συνηθιζόταν στους Οθωμανούς σε περιόδους κρίσεως, κι έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου συγκεντρώθηκαν αυτές κάτω από το σαράι και απαιτούσαν έντονα συμβιβασμό γιατί πέθαιναν από την πείνα και την δίψα. Σε σύσκεψη που έγινε αμέσως μετά, ο Κεχαγιάμπεης αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι αποφασίστηκε να γίνουν προς τους Έλληνες προτάσεις συμβιβασμού μέσω των αρχιερέων και προεστών που κρατούνταν ως όμηροι στην Τρίπολη.
Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι ήταν στην αρχή απλώς σε περιορισμό μέσα στην πόλη. Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι αφόπλισαν και φυλάκισαν δεκαοκτώ σωματοφύλακες των ομήρων που είχαν μπει μαζί τους στην πόλη και στις 16 Απριλίου αποκεφάλισαν τον ανεψιό ενός προεστού κι έναν από τους ανθρώπους τους ως συνεννοούμενους με τους πολιορκητές. Αμέσως μετά το πλήθος των Τούρκων όρμησε κατά των ομήρων αλλά αποκρούστηκε από την φρουρά. Στις 17 οι όμηροι φυλακίστηκαν «εις καθησύχασιν του όχλου» αλλά την επομένη δολοφονήθηκαν οι δεκαοκτώ σωματοφύλακες προκειμένου να ελευθερωθεί η αλυσίδα στην οποία ήταν δεμένοι ώστε στη συνέχεια να δεθούν σ' αυτήν οι ιερωμένοι.
Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν τους αποφυλάκισαν οι Τούρκοι για να τους χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις, είχε πεθάνει ήδη ένας μητροπολίτης και ένας διάκονος. Έξι ακόμη πέθαναν αμέσως μετά την αποφυλάκιση σε μια μόνο μέρα και δύο ύστερα από λίγο. Οι Τούρκοι δικαιολογήθηκαν ότι τους είχαν φυλακίσει για να τους προστατεύσουν από τον όχλο και τους υπαγόρευσαν επιστολές προς τους πολιορκητές.  Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πλησιάζει η κατάληψη της πόλης, έδειξαν μεταμέλεια για τη μεταχείριση των ομήρων και άρχισαν να περνούν έξω από τη φυλακή, να τους χαιρετούν και να τους επισκέπτονται. Ζήταγαν απ' τους φυλακισμένους να μή δείξουν μνησικακία γιατί ό,τι συνέβη ήταν "ταξιράτι" (πεπρωμένο) και ζήταγαν να πουν καλά λόγια γι' αυτούς.
Αλλά επιστολές αυτές ήταν απειλητικές περισσότερο παρά συμβιβαστικές. Οι Τούρκοι καλούσαν τους Έλληνες να καταθέσουν τα όπλα και να επικαλεστούν το έλεος του Σουλτάνου, διαφορετικά θα πωλούνταν όπως άλλοτε πουλήθηκαν οι Σέρβοι προς τρία γρόσια ο άνθρωπος. Ρωτούσαν τέλος τί ζητούσαν. Οι Έλληνες απάντησαν ότι διασφαλίζουν τη ζωή και την τιμή των Τούρκων και ότι τους επιτρέπουν να μεταβούν αλλού. Οι Τούρκοι ζήτησαν συνάντηση πληρεξουσίων, οι πολιορκητές συμφώνησαν και έγινε ανακωχή.
Αμέσως ξεχύθηκε πλήθος πεινασμένων γυναικών και παιδιών από την πόλη. Οι Αλβανοί που στέκονταν στις πύλες τους απογύμνωναν από ό,τι είχαν. Οι Έλληνες δέχτηκαν τους πρώτους που βγήκαν, αλλά τουφέκιζαν και απωθούσαν το δεύτερο κύμα εξερχομένων. Ταυτόχρονα όμως τους απωθούσαν και οι Τούρκοι πυροβολώντας από τα τείχη. Τελικά αφέθηκαν όσοι είχαν βγει από τα τείχη να μένουν στα μετόπισθεν του στρατοπέδου, στον δρόμο προς Καλάβρυτα και να διατρέφονται όπως μπορούσαν.
Στις 15 Σεπτεμβρίου στήθηκε σκηνή στην πεδιάδα έξω από την πόλη, κατά τον Άγιο Αθανάσιο, όπου προσήλθαν οι πληρεξούσιοι των τριών φατριών για διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Η ελληνική πλευρά επανέλαβε τις προηγούμενες απαιτήσεις της και οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη για συνεννοήσεις. Έγινε και δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία οι Τούρκοι ζήτησαν να τους δοθούν 1800 ζώα για να μεταφερθούν ένοπλοι στους Μύλους του Ναυπλίου και 40 ευρωπαϊκά πλοία για να τους περάσουν σε ασφαλή τόπο. Οι Έλληνες δέχτηκαν την μεταφορά των Τούρκων με τα πλοία, αλλά αόπλων. Δήλωσαν ότι τους άφηναν την (κινητή) περιουσία τους, αλλά ζητούσαν πενήντα εκατομμύρια γρόσια για την καταστροφή της Πελοποννήσου και ως πολεμική αποζημίωση. Σε τρίτη συνάντηση δεν επήλθε συμφωνία και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.
Δεδομένου ότι οι Αλβανοί εν γένει θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, Σουλιώτες απεσταλμένοι -σύμμαχοι πλέον του Αλή- πρότειναν να συναφθεί χωριστή συμφωνία με τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Έτσι και η άμυνα της πόλης θα αποδυναμωνόταν και ο Αλής θα ενισχυόταν απ’ αυτούς στον αγώνα του κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, προς όφελος της Επανάστασης.
Οι Έλληνες δέχθηκαν ευχαρίστως το σχέδιο και οι Αλβανοί επίσης. Ο Ελμάσμπεης ήλθε σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη : οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και όλη τους την αποσκευή, τα χαρέμια των πασάδων και τους επισημότερους Τούρκους, τον Κεχαγιάμπεη δηλαδή, τον καϊμακάμη, τον καδή καθώς και με μερικούς άλλους που δεν ήταν Πελοποννήσιοι. Υπόσχονταν δε να πολεμήσουν κατά του σουλτάνου μόλις επέστρεφαν ασφαλείς στην Ήπειρο. Δόθηκαν όμηροι από πλευράς Κολοκοτρώνη και Κανέλλου Δεληγιάννη.
Όταν έμαθαν οι εντόπιοι Τούρκοι την συμφωνία των Αλβανών, πανικοβλήθηκαν. Οι Αλβανοί και οι Ασιάτες θα έφευγαν και θα έμεναν μόνοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, απέναντι στους επαναστάτες. Άγριες φιλονικίες με αλληλοπυροβολισμούς ξέσπασαν μεταξύ Αλβανών και Τούρκων, κι άρχισαν οι τελευταίοι να έρχονται σε συμφωνία με τους Έλληνες είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες, να βγαίνουν από την πόλη και να δηλώνουν ότι παραδίνονται στους γνωρίμους τους, με τις οικογένειες και τα αγαθά τους.
Αλλά και από πλευράς Ελλήνων υπήρχαν έντονα παράπονα. Έβλεπαν ότι τα αναμενόμενα λάφυρα, και πρωτίστως οι θησαυροί των Αλβανών, έφευγαν από τα χέρια τους.
Ο Raybaud αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις "κατάπτυστες δοσοληψίες". Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για τηνΉπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα με τους ξένους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών».
 Αυτή τη φήμη για τον Κολοκοτρώνη διαψεύδεται από αυτούς που επιμελήθηκαν τα απομνημονεύματά του, δημοσιεύοντας επιστολή του Κολοκοτρώνη που τον Δεκέμβριο του '21 παρακαλεί να του στείλουν λίγο ύφασμα για να φιάξει εσώρουχα "ότι δεν έχει διόλου" και χαρτί για γράψιμο.
Με ξεχωριστή συμφωνία οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη.Σύμφωνα με τους ξενους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών».
Τη συμφωνία για την αποχώρηση των Αλβανών θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων. Όταν έπεφτε η πόλη οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα τρία τέταρτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Ο Maxime Raybaud πάντως αναφέρει ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα.
Ως μέρα αναχώρησης των Αλβανών ορίστηκε η 23 Σεπτεμβρίου. Τα πράγματά τους τα έστειλαν προς φύλαξιν στην σκηνή του Κολοκοτρώνη
Από τα χαράματα της 23ης όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση : οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οι Πελοποννήσιοι Τούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.
Σύμφωνα με τον Τρικούπη, τις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη. Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.
Κατά τον Φιλήμονα πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας και κατά τον Φωτάκο οι Εμμανουήλ Δούνιας και ο Σπετσιώτης Αυραντίνης. Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τουρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά. Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έρριξε ο Τούρκος φίλος του, τον συνέλαβε και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης. Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης κι άρχισε να κτυπά το σαράι.
Παραπλήσια ή με συνδυασμό των δύο εκδοχών ή κάπως διαφορετικά αφηγούνται τα γεγονότα οι άλλοι συγγραφείς. Κατά τον Τούρκο ιστορικό Αχμέτ Δζεβδέτ πασά, οι πολιορκητές μπήκαν στην πόλη όταν άνοιξαν οι πύλες για να βγουν οι Αλβανοί.
Όταν οι Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη, οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαράι, αμέτοχοι των συγκρούσεων, επικαλούμενοι την συνθήκη που είχαν κάνει. Παρά το ότι η συνθήκη αυτή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη μετά την άλωση, ο Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ασφαλή αποχώρησή τους υπό τον Πλαπούτα που τους είχε δοθεί ως όμηρος, παραδίδοντάς τους και την αποσκευή τους που ήταν στην φύλαξή του.
Η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Κολοκοτρώνη ήταν τρομακτική: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγίαζαν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη, αφού προηγουμένως βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, έκαψαν και λεηλάτησαν. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 2.000 Εβραίοι και 30.000 Τούρκοι. Κατά τον J. M. Wagstaff τα θύματα αριθμούσαν "ανάμεσα σε 10000 και 15000".Κατά την Σύγχρονο Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη οι σφαγιασθέντες ανέρχονταν σε περίπου 12000. Σύμφωνα με τον συνεκδότη της Encyclopedia Americana Thomas Gamaliel Bradford τα θύματα ήταν 8.000, ενώ κατά τον Τόμας Κέρτις τα θύματα ήταν 6.000.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν ν’ αντισταθούν αλλά μάταια. Μερικοί κλείστηκαν στην Μεγάλη Τάπια, την ακρόπολη δηλαδή, άλλοι στο τουρκικό σχολείο και πολλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Ελάχιστοι παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή «εκάησαν μέσα εις αυτά με της φαμίλιαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των». Ο δελήμπασης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη.Όλοι οι Τούρκοι αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν. Αλλά το πλήθος των Τούρκων έμελλε να σφαγεί ανηλέητα.
«Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν......η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων......εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι......όλοι κατεστράφησαν». Αυτή είναι η μάλλον λιτή αφήγηση της σφαγής κατά τον Τρικούπη.
«Γυναίκες...νεανίδες...βρέφη...νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές, και οιονεί διεμαρτύροντο κατά της διαιρούσης την ανθρωπότητα πολιτικής τυραννίας και θρησκευτικής ετεροδοξίας. Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». Είναι η εικόνα, πολύ παραστατικότερη, που δίνει ο Φιλήμων.
Και οι αυτόπτες. Κολοκοτρώνης : «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη...Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες» Φωτάκος : «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νού μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους...» Raybaud (ο μόνος αυτόπτης από τους ξένους συγγραφείς) : «σ’ ένα μόνο νόμο υπάκουαν, σ’ αυτόν της καταστροφής• σ’ ένα σύνθημα, της σφαγής».
Πλην του Φωτάκου «πολλοί καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκον». Κατά τον Raybaud οι Κολοκοτρώνης και Γιατράκος προσπάθησαν να σταματήσουν την σφαγή και οι Ρόδιος, Πάτροκλος και κάποιοι Πελοποννήσιοι χωρικοί έσωσαν Τούρκους. Μάταιες όμως ήταν οι προσπάθειες των αρχηγών. Τρεις μέρες κράτησε η σφαγή και η λεηλασία. Στις 26 Σεπτεμβρίου, για να σταματήσει το κακό, ο Κολοκοτρώνης διόρισε αστυνόμο τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και του έδωσε 200 άνδρες ώστε «να περιέρχεται έσωθεν της πολιτείας εις τους δρόμους και εις τα οσπήτια και εις ταις πόρταις δια να μη ακολουθούν αταξίαι, αρπαγαί, και φερσίματα αλλόκοτα από τους ατάκτους, τους οποίους να παιδεύη αυστηρώς».
Την τρίτη μέρα θανατώθηκαν όσοι Τούρκοι είχαν καταφύγει πεινασμένοι στο στρατόπεδο των Ελλήνων πριν από την άλωση. Η δε λεηλασία ήταν τόσο δεινή «ώστε αι πλείσται των οικιών εγυμνώθησαν και αυτής της ξυλώσεώς των».
Ο αριθμός των ελληνικών απωλειών κατά την άλωση ποικίλλει κατά τους συγγραφείς : από 100 έως 700 Εξ ίσου μεγάλη αμφισβήτηση υπάρχει για τον αριθμό των Τούρκων και Εβραίων που εξοντώθηκαν. Οι αριθμοί του Κολοκοτρώνη και του Παπατσώνη (32.000 και 30.000) θεωρούνται υπερβολικοί. Ο Τρικούπης και ο Φιλήμων υπολογίζουν τα θύματα σε 10.000, αριθμό που ο Σιμόπουλος θεωρεί πλησιέστερο προς την αλήθεια.
Περίπου εκατό Ευρωπαίοι αξιωματικοί παρακολούθησαν τις σφαγές στην Τριπολιτσά. Ο William St. Clair, ο οποίος αναφέρει στο βιβλίο του πολλούς αξιωματικούς αυτόπτες μάρτυρες, γράφει: «Πολύ πάνω από δέκα χιλιάδες Τούρκοι πέθαναν. Αιχμάλωτοι τους οποίους υποπτευόταν οι Έλληνες ότι έκρυβαν τα χρήματά τους βασανίστηκαν βίαια. Τους ξερίζωσαν χέρια και πόδια και τους σούβλισαν αργά πάνω σε φωτιές. Άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών, τους έκοβαν τα κεφάλια και έβαζαν κεφάλια σκυλιών ανάμεσα στα πόδια τους. Από την Παρασκευή ως την Κυριακή ο αέρας ήταν γεμάτος από κραυγές. Ένας Έλληνας καυχάτο ότι έσφαξε ενενήντα αμάχους. Οι Eβραίοι της πόλης υπέστησαν συστηματικούς βασανισμούς ... Επί εβδομάδες μετά λιμοκτονούντα παιδιά Τούρκων που έτρεχαν αβοήθητα μέσα στα χαλάσματα σφαγιάσθηκαν και πυροβολήθηκαν από ενθουσιώδεις Έλληνες... Όλα τα πηγάδια μολύνθηκαν από τα πτώματα που είχαν πέσει μέσα».
Ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στην Δυτική Ευρώπη, περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ δε διστάζει να γράψει ότι «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Η είδηση της άλωσης της Τριπολιτσάς απασχόλησε τις ευρωπαϊκές εφημερίδες από το τέλος Νοεμβρίου 1821 έως και τον Ιανουάριο του 1822. Διάφορες εφημερίδες έδιναν διαφορετικές εκτιμήσεις και κρίσεις των γεγονότων ανάλογα με τις πολιτικές τους τοποθετήσεις. Γενικά οι βρετανικές εφημερίδες είχαν την τάση να υπερβάλουν τον αριθμό των Τούρκων θυμάτων και να ασκούν πολεμική εναντίον της Επανάστασης. Για παράδειγμα, η Courier μιλάει για "οπαδούς των Ελλήνων" (στη Βρετανία) οι οποίοι είναι "ακούραστοι συνήγοροι της καταστροφής" και "αρχιερείς της αναρχίας". Αναφέρει ότι σκοπός τους είναι να υπονομεύσουν τη μοναρχία και να δημιουργούν δυσαρέσκεια στο λαό εναντίον των κυβερνώντων. Η γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel αντικρούει τις φήμες που διασπείρονται από τους Άγγλους με άρθρο της που αναδημοσιεύεται στην αυστριακή Allgemeine Zeitung. Αναφέρει ότι οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης πριν την Άλωση και γι' αυτό, φοβούμενοι την εκδίκηση, προέβαλαν πεισματική αντίσταση και δεν παραδόθηκαν. Προσθέτει ότι οι περισσότερες Τουρκάλες επέλεξαν να πεθάνουν στο πλευρό των ανδρών τους μέσα στα καιγόμενα σπίτια διότι σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο δεν θα μπορούσαν να ζήσουν και πάλι με μουσουλμάνο αν γίνονταν αιχμάλωτες. Αναφέρει ότι οι γυναίκες των χαρεμιών είχαν καλή μεταχείριση αφού τέθηκαν υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Αυτή η είδηση της Constitutionnel είναι σύμφωνη με μια πρώιμη ελληνική πηγή που γράφηκε πριν αρχίσει η συζήτηση περί την άλωση.
Στις γερμανόφωνες εφημερίδες συναντώνται διάφορες ασυνήθιστες εκδοχές των γεγονότων, όπως ότι την αρχηγεία στην έφοδο είχε ο Π. Πατρών Γερμανός, ότι πριν την επίθεση όλος ο ελληνικός στρατός έλαβε μέρος σε μια εορταστική λειτουργία και γεύμα παρόμοιο με αυτά που περιγράφονται στην Ιλιάδα, ακόμα και ότι ο Γερμανός πέρασε τα τείχη με θαυματουργό τρόπο. Αυτά περιλαμβάνονται σε μια λεγόμενη "Έκθεση των Ελληνικών Αρχών" η οποία ανατυπώθηκε και από άλλους (π.χ. J. Curtius) και σήμερα πιστεύεται ότι είναι πλαστή.
Μεροληπτική παρουσίαση των γεγονότων έγινε από την Oesterreichischer Beobachter ("Αυστρ. Παρατηρητής", Βιέννη) της οποίας εμπνευστής ήταν ο Metternich. Η εφημερίδα γενικά χαίρεται για τις νίκες των Τούρκων και εύχεται ήττα των Ελλήνων. Ανάμικτη είναι η κάλυψη από την Allgemeine Zeitung που δημοσιεύει ειδήσεις με διαφορετικές οπτικές. Γενικά, η κάλυψη των γεγονότων δείχνει ότι οι ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελληνική Επανάσταση.
 σφαγή που επακολούθησε της άλωσης της Τριπολιτσάς δεν αντιμετωπίστηκε με ενιαίο τρόπο από την επίσημη ιστοριογραφία του ελληνικού κράτους σε ότι αφορά τουλάχιστον τα σχολικά βιβλία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπήρχαν αναφορές σε αυτήν, ενώ σε μία περίπτωση υπήρξε λεπτομερής καταγραφή των περιστατικών. − Ξένοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι υπήρχε σχέδιο εθνοκάθαρσης, όπως ο ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ που αναφέρει ότι η εξόντωση των Μουσουλμάνων στις αστικές περιοχές ήταν το αποτέλεσμα προμελετημένου σχεδίου και προήλθε από τις συστάσεις ανθρώπων των γραμμάτων παρά από τα εκδικητικά συναισθήματα του λαού Με τη σειρά του ο William St. Clair, αναφερόμενος και στα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης κ.ά., έγραψε πως "Η φρικαλεότητα απαντάτο με φρικαλεότητα, καθώς Έλληνες και Τούρκοι χτυπούσαν χωρίς έλεος τους ανυπεράσπιστους γείτονές τους. Το όργιο της γενοκτονίας σταμάτησε στην Πελοπόννησο μόνον όταν δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σκοτωθούν".
Ακουθώντας την πάγια τακτική της εποχής για αιτιολόγηση των γεγονότων στα μάτια της Ευρώπης, ο εκδότης Άμπραχαμ Τζον Βάλπρι (Abraham John Valpy) θεωρεί ότι "το πιο βάρβαρο απ’ όλα...είναι η προσπάθεια μερικών να εξομοιώσουν το ελληνικό χαρακτηριστικό της "συστηματικής σκληρότητας", όπως το λένε, με εκείνο των ίδιων των Τούρκων, και για το λόγο αυτό αναφέρονται συνεχώς στην ιστορία των βαρβαροτήτων που πραγματοποιήθηκαν στην Τριπολιτσά...Εάν μιλάμε για συστηματικές σκληρότητες, δεν θα πρέπει να δώσουμε προσοχή τόσο στις φρικτές πράξεις του πολέμου, αν και είναι τρομερές, όσο σε εκείνες που για τέσσερις συνεχείς αιώνες εφαρμόσθηκαν μονομερώς ενάντια στα αθώα θύματά τους".
Και όπως ο J. Irving Manatt θεωρεί: "η ελληνική προσπάθεια δεν μπορεί ποτέ να γίνει κατανοητή χωρίς παραστατική εξέταση τετρακοσίων ετών τουρκικής κυριαρχίας". Ήταν "το φυσιολογικό αποτέλεσμα της εμπειρίας τετρακοσίων ετών υπό τους μουσουλμάνους, της υποταγής των Ελλήνων στο ελληνικό έδαφος σε μια χούφτα αλλοδαπών κατακτητών, εκ διαμέτρου αντίθετων στη φυλή τη θρησκεία και τον πολιτισμό, οι οποίοι στραγγίζουν το καλύτερο αίμα τους για την ικανοποίηση του πάθους τους για άναρχη δύναμη και την επιβολή της, έως ότου ωριμάζει η συσσωρευμένη καταπίεση με αναπόφευκτη συγκομιδή μια εθνική βεντέτα. Μόλις δοθεί το ιστορικό υπόβαθρο, βλέπουμε ότι εκ φύσεως μια ελληνική έγερση σήμανε έναν πόλεμο εξολόθρευσης".
Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλοι η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες.
Ο Gordon μιλά για τον «ενθουσιασμό που η κατάληψη της Τριπολιτσάς ενέπνευσε στους Έλληνες».
Κατά τον Απόστολο Βακαλόπουλο «Η άλωση της Τριπολιτσάς τονώνει πολύ το ηθικό των Πελοποννησίων...από τη στιγμή εκείνη η επανάσταση όχι μόνο εξυψώνεται στη συνείδηση όλων των Ελλήνων, αλλά και προχωρεί ουσιαστικά και παίρνει πια καθολικότερο χαρακτήρα».
Σταθμό «για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βασίλης Σφυρόερας.
Κατά τον Περικλή Θεοχάρη «η πτώσις της Τριπολιτσάς, μετά από έξάμηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος...δημιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα μπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριότερα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, μπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί» ώστε η επανάσταση να πάρει πλέον διαστάσεις.
Η άποψη του Κωστή Παπαγιώργη απηχεί αυτές του Σπηλιάδη και Σιμόπουλου ως προς τις συνέπειες -και την αναγκαιότητα- της σφαγής : «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση -έστω και ανόσια. Μόνο με την άλωση της Τριπολιτσάς οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βαθύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία και στο λύθρο οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να δικαιολογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθησαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρούσαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάσταση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν την φυλετική τους αυτοπεποίθεση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωϊκών θυσιών γι'αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενω η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».
Ως προς τα υλικά οφέλη της Επανάστασης, ο Φωτάκος ομολογεί ότι υπήρξαν μηδαμινά (πλην του οπλισμού που πέρασε όμως στα χέρια των ατάκτων, όχι του Δημοσίου δηλαδή) -και το δικαιολογεί. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «πάσα η λεία διηρπάγη μηδαμώς χρησιμεύσασα εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας» Ο Υψηλάντης, όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά, ζήτησε να καταθέσουν όλοι «μέρος των λαφύρων διά τον σχηματισμόν δημοσίου ταμείου» μάταια βέβαια. Ήδη «οι μαργαρίται επωλήθησαν διά της οκάδος ως άλλοι φάσηλοι [φασόλια]»
Ως προς τον αντίκτυπο της σφαγής στην Ευρώπη, παρόλο που οι ήττες και οι σφαγές που είχαν υποστεί οι Έλληνες είχαν συγκινήσει τη διεθνή γνώμη και προκάλεσαν την ανάπτυξη του φιλελληνισμού, η σφαγή των Τούρκων στην Τρίπολη δεν είχε το αντίστροφο αποτέλεσμα.