Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ιωάννης Κωλέττης


Γεννήθηκε στο χωριό Συρράκο των Ιωαννίνων το 1773 όπου και φοίτησε στο τοπικό σχολείο. Υπάρχει μάλιστα η παράδοση ότι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περνώντας από εκεί το 1777 προφήτευσε για τον μικρό Κωλέττη πως: «Το παιδί αυτό θα προκόψη, θα κυβερνήση την Ελλάδα και θα δοξασθή».

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα ασχολούμενος με το εμπόριο. Με προτροπή και οικονομική ενίσχυση του θείου του Γεωργίου Τουρτούρη μετέβη στην Πίζα τηςΙταλίας και παρέμεινε 7 χρόνια σπουδάζοντας ιατρική. Εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με το λόγιο κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, τον οποίο αργότερα υπερασπίστηκε σθεναρά στις εναντίον του διώξεις. Επίσης φέρεται να είναι ο συντάκτης της επαναστατικής φυλλάδας Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, πρωτοδημοσιευμένης το 1806στην ΙταλίαΓύρω στα 1810 επέστρεψε στα Ιωάννινα και ξεκίνησε την άσκηση της ιατρικής. Η καλή φήμη του οδήγησε το γιό του Αλή Τεπελενλή πασά των Ιωαννίνων, Μουχτάρ να τον προσλάβει ως προσωπικό του γιατρό, εισερχόμενος έτσι στην Αυλή τουΑρβανίτη ηγεμόνα.

Το 1819 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας εξασφαλίζοντας με τη θέση του τη μύηση στο επαναστατικό εγχείρημα σημαντικών Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι υπηρετούσαν στις δυνάμεις του Αλή πασά.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, εκμεταλλευόμενος την παράλληλη ανταρσία του Αλή προς την οθωμανική Πύλη, διέφυγε και στις 25 Ιουνίου 1821 κήρυξε μαζί με τον Ιωάννη Ράγκο την επανάσταση στο Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Η αποτυχία του εγχειρήματός τους οδήγησε στην καταστροφή των δύο κωμοπόλεων και την καταφυγή του Κωλέττη στο Μεσολόγγι. Ακόλουθα μετέβη στην Πελοπόννησο αναμειγνυόμενος πλέον ενεργά στην πολιτική του Αγώνα.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 μετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα, κοντά στην παλαιάΕπίδαυρο και ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη "Προσωρινού Πολιτεύματος", το οποίο ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822. Η Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε Πρόεδρο του Νομοτελεστικού Σώματος τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που προσέφερε στον Κωλέττη τη θέση του Μινίστρου (Υπουργού) των Εσωτερικών ενώ για μικρό διάστημα ανέλαβε και τη θέση του Μινίστρου των Στρατιωτικών.

Μετά την εκδίωξη από το Ναύπλιο των "πολιτικών" από τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάληκαι Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο Κωλέττης συμμετείχε στη νέα διοίκηση του Κρανιδίου υπό το Γεώργιο Κουντουριώτη. Σε αυτή ανέλαβε τη στελέχωση στρατεύματος, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν στη διαμάχη με τους "στρατιωτικούς". Οι δυνάμεις της Διοίκησης του Κρανιδίου, επονομαζόμενες κυβερνητικές, νίκησαν εύκολα το στρατό του Κολοκοτρώνη επιβάλλοντας την εξουσία των Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτου, Κωλέττη.

Η επικράτησή τους δυσαρέστησε τους προκρίτους της Πελοποννήσου, οι οποίοι συμμάχησαν με τον Κολοκοτρώνη, εκκινώντας νέα ανταρσία στην Πελοπόννησο. Όμως και αυτή τη φορά οι δυνάμεις των Ρουμελιωτών υπό την καθοδήγηση του Μινίστρου Κωλέττη κατέστειλαν την εξέγερση οδηγώντας στη φυλακή προσωπικότητες του Αγώνα όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Η εισβολή των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων στο Μωριά, εντούτοις, ανάγκασε την κυβέρνηση να τους απελευθερώσει αναθέτοντας στον Κολοκοτρώνη την αρχιστρατηγία.

Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε μέλος του"Πανελληνίου", του συμβουλευτικού οργάνου του Κυβερνήτη. Σύντομα ήρθε σε αντίθεση με την πολιτική του Καποδίστρια και πέρασε στην πλευρά των αντιπάλων του, αναμειγνυόμενος μάλιστα και στο κίνημα του Δημητρίου (Τσάμη) Καρατάσου το 1830. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 συγκρότησε κυβερνητικήτριανδρία (Τριμελής Επιτροπή) μαζί με τους Αυγουστίνο Καποδίστρια και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Η άφιξη του Όθωνα και η εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Μέσα σε αυτό ο Κωλέττης αρχικά συνεργάστηκε και συμμετείχε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Σπυρίδωνα Τρικούπη όπως και στην ακόλουθη κυβέρνηση Μαυροκορδάτου.

Στις 31 Μαΐου του 1834 διορίστηκε Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου σχηματίζοντας την πρώτη του κυβέρνηση, της οποίας ο βίος διήρκεσε μέχρι τις 20 Μαΐου 1835, ημέρα πού ανέλαβε ο αντιβασιλέας Άρμανσμπεργκ τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συντελέστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Παρά την έντονη πίεση των Γάλλων για απόδοση στον Κωλέττη της Προεδρίας της κυβέρνησης η Αντιβασιλεία αρνήθηκε να το πράξει. Κατόπιν αυτού απεστάλη ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία, όπου παρέμεινε μία οκταετία.

Η άτυπη εξορία του Κωλέττη έληξε με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, όποτε κλήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του ανέλαβε διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Αρχικά συμμετείχε ως Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά (3 Οκτωβρίου 1843) και εν συνεχεία εξελέγη, με βάση το νόμο της 4ης Μαρτίου 1829, πληρεξούσιος της επονομαζόμενης "Εθνοσυνέλευσης της 3ης Σεπτεμβρίου" (8 Νοεμβρίου 1843). Στις 19 Νοεμβρίου εξελέγη μέλος του Προεδρείου της Εθνοσυνέλευσης και στις 21 Νοεμβρίου ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος.

Η στάση του Κωλέττη στην εκπόνηση του πρώτου Συντάγματος του ελληνικού βασιλείου ταυτίστηκε με αυτή των Α. Μεταξά και Α. Μαυροκορδάτου που έθεταν ως σκοπό την τήρηση ισορροπιών μεταξύ των επιδιώξεων των πολιτικών δυνάμεων και των διεκδικήσεων του μονάρχη. Το φάσμα ενός επαπειλούμενου νέου εμφυλίου πολέμου καθόριζε καταλυτικά την όλη διαδικασία της εκπόνησης του συνταγματικού χάρτη.

Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στις 11 Ιανουαρίου 1844, όταν τέθηκε θέμα συνταγματικής διάκρισης βάσει του άρθρου 3 μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, ο Κωλέττης εκφώνησε λόγο υπέρ της ισότητας ελεύθερων και αλύτρωτων Ελλήνων, ο οποίος προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινωνία της εποχής και οδήγησε στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης παρά την πλειονοψηφία των αυτοχθόνων πληρεξουσίων. Σε αυτή τη μνημειώδη ομιλία διαμορφώθηκε ιδεολογικά η Μεγάλη Ιδέα, η έννοια που καθόρισε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους τουλάχιστο μέχρι το 1922. Ο Κωλέττης, που θεωρείται πατέρας της Μεγάλης Ιδέας, επηρεασμένος από τη νεότητά του ακόμη από το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου (στη μνήμη του ήταν αφιερωμένη και η "Ελληνική Νομαρχία"), οραματιζόταν την ανάκτηση των εδαφών τηςΒυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση μίας χριστιανικής ηγεμονίας. Το τελικό κείμενο του Συντάγματος ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 Μαρτίου ο Όθωνας ορκίστηκε την τήρησή του.

Συνακόλουθα με την κύρωση του Συντάγματος αποφασίστηκε η διενέργεια εκλογών και ο Όθωνας πρότεινε στους Α. Μαυροκορδάτο και Ι. Κωλέττη να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση, που θα οδηγούσε τη χώρα προς τις εκλογές. Ο Κωλέττης αρνήθηκε τη συμμετοχή του υπολογίζοντας τη φθορά, την οποία θα είχε ο πολιτικός που θα ανελάμβανε τη διενέργεια των εκλογών. Ως ημερομηνία εκκίνησης της εκλογικής αναμέτρησης ορίστηκε η 6η Ιουνίου ενώ σύμφωνα με τα τότε κρατούντα διήρκεσε περίπου δύο μήνες. Διενεργήθηκε δε κατά τον εκλογικό νόμο που είχε προηγουμένως ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση. Σε αυτή την αναμέτρηση διαπράχθηκαν πολλές παρατυπίες και από την πλευρά του Μαυροκορδάτου και από την πλευρά των Κωλέττη και Μεταξά. Συγκεκριμένα ο Μαυροκορδάτος έχοντας στα χέρια του την κρατική μηχανή προσπαθούσε να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων ενώ αντίστοιχα ο Κωλέττης και ο Μεταξάς υπέθαλπαν τοπικές συγκρούσεις και εξεγέρσεις φίλα κείμενων προς αυτούς προσώπων όπως αυτή του οπλαρχηγού Θεοδωράκη Γρίβα στην Ακαρνανία. Σε αυτό το κλίμα και πριν ακόμη ολοκληρωθούν οι εκλογές ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε παραίτηση και στη θέση του ορίστηκε ο Κωλέττης. Τα τελικά αποτελέσματα στην κατανομή βουλευτικών εδρών έδωσαν στο Ρωσικό Κόμμα (Ναπαίοι) του Ανδρέα Μεταξά 55 έδρες, στο Αγγλικό Κόμμα (Μαρλαίοι) του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου 28 και στο Γαλλικό Κόμμα (Μοσχομαγκίτες) του Ιωάννη Κωλέττη είκοσι. Στις 6 Αυγούστου σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Γαλλικού και του Ρωσικού Κόμματος με πρώτο κοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό τον Κωλέττη.

Η πρωθυπουργία του Κωλέττη σημαδεύτηκε από ένα αδυσώπητο πόλεμο των πολιτικών δυνάμεων και συνεχείς παρεμβάσεις προς όφελος της χώρας, που αντιπροσώπευε το κάθε κόμμα. Ο Ανδρέας Μεταξάς αποχώρησε σύντομα από το συνασπισμό, λόγω της διαχείρισης του εκκλησιαστικού ζητήματος, αφήνοντας στον Κωλέττη την απόλυτη ευθύνη της διακυβέρνησης και στρέφοντας το φιλικό του τύπο εναντίον του. Οι οικογενειακές φατρίες επικρατούσαν ακόμα δυσχεραίνοντας το έργο της κυβέρνησης. Επιπλέον ο βασιλιάς παρά τον περιορισμό του από το Σύνταγμα συνέχισε να παρεμβαίνει ανοικτά στην κρατική πολιτική.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση ο Πρωθυπουργός προσπάθησε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, ασκώντας διπλωματία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ παράλληλα έθετε το στόχο της διεύρυνσής της προς τα παλαιά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ο Κωλέττης κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό και περιφρόνηση του κοινοβουλευτισμού, χαρακτηριστικά οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες μιλούσαν για δικτατορία. Η πολιτική ένταση, όμως, την περίοδο εκείνη ήταν τόσο οξεία ώστε οι χαρακτηρισμοί ενείχαν στοιχεία υπερβολής και οι όποιες εξουσιαστικές πρακτικές είχαν άλλα μέτρα σύγκρισης από τα σύγχρονα και εξυπηρετούσαν άλλες ανάγκες.

Το σημαντικότερο στοιχείο της περιόδου υπήρξε η κυβερνητική σταθερότητα, γεγονός άγνωστο για τη μέχρι τότε πορεία του κράτους. Ωστόσο ο Κωλέττης στάθηκε φειδωλός σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις προσπαθώντας την ομαλή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας προς τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1847 με αφορμή την άρνηση του πρέσβη της στην Αθήνα Κωνσταντίνου Μουσούρου να παράσχει διαβατήριο στον υπασπιστή του βασιλιά, Τσάμη Καρατάσο, για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη(κύκλος γεγονότων που οδήγησε στη διακοπή των διπλωματκών σχέσεων των δύο χωρών και ονομάστηκαν Μουσουρικά).

Στα τέλη του 1846 η υγεία του Κωλέττη άρχισε να επιδεινώνεται, δεδομένο που δημιούργησε κύμα αυτομόλησης βουλευτών προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κλίμα έντασης για τη διαδοχή στο Γαλλικό Κόμμα. Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον Κωλέττη να ζητήσει από το βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Έτσι ο Όθωνας στις 14 Απριλίου 1847 προκήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο. Παρά την ασθένειά του ο γηραιός ηπειρώτης πολιτικός επικράτησε σαρωτικά στις εκλογές εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία, αν και το αποτέλεσμά τους αμφισβητήθηκε έντονα από την αντιπολίτευση. Αυτός υπήρξε και ο τελευταίος του πολιτικός αγώνας. Ο Ιωάννης Κωλέττης πέθανε από νεφρίτιδα στις 31 Αυγούστου 1847 "ως αγωνιστής εν μέσω των φουστανελοφόρων του", όπως επισημαίνει ο ιστορικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης, σιγοτραγουδώντας ένα ηπειρώτικο ηρωικό τραγούδι.

Μετά το θάνατό του διατυπώθηκαν αντικρουόμενες θέσεις, ενίοτε ακραίες, από ιστορικούς, και συγχρόνους του πολιτικούς. Η ιστορική έρευνα, όμως, αποδεικνύει, μάλλον ή ήττον τον Κωλέττη ως έναν ρομαντικό εκπρόσωπο του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος από την ανάμιξή του στην πολιτική δεν αποκόμισε υλικά κέρδη. Σε αποκαλυπτήρια της προτομής του Ιωάννη Κωλέττη στα Ιωάννινα στις 5 Ιουνίου του 2005 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επεσήμανε μεταξύ άλλων: "Ο Ιωάννης Κωλέττης είχε μια πλήρως τεκμηριωμένη πολιτική θεωρία για την εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Καθοδηγητικό στοιχείο της πολιτικής του σκέψης ήταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές και η μεταφορά τους στην ελληνική πραγματικότητα.

Από το Παρίσι, όπου βρέθηκε ως πρέσβης για σχεδόν μια δεκαετία, διερεύνησε τη θέση της χώρας "εις την μεγάλην μηχανήν του εκτεταμένου πολιτικού ορίζοντα", όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Έχοντας βαθιά πίστη στις δυνατότητες που διέθετε και διαθέτει το ελληνικό έθνος, θεμελίωσε ως εισηγητής της Μεγάλης Ιδέας, την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο.

Οι αρετές που χαρακτήριζαν την πολιτική στάση και συμπεριφορά του Ιωάννη Κωλέττη ήταν η φρόνηση, η υπομονή και η επιμονή. Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, πολιτικοί φίλοι και αντίπαλοι, προσέδωσαν σειρά ιδιοτήτων στον Ηπειρώτη πολιτικό που, κατά παράδοξο τρόπο, ισχύουν όλες, ακόμα και οι πλέον αντίθετες: ήταν διάνοια "ολίγον χιμαιρική" αλλά και ρεαλιστής, φιλόδοξος αλλά όχι αλαζόνας, αυθόρμητος αλλά και επιφυλακτικός, ιδιαιτέρως ευφυής και συγχρόνως αθώος, ήταν τέλος ανατολίτης αλλά και ευρωπαίος.

Συνυπολογίζοντας το βάρος του πρόσφατου επαναστατικού παρελθόντος, έθετε ως στόχο του την οργάνωση μιας στερεής και σύγχρονης κρατικής εξουσίας, συγκροτώντας έναν εθνικό πολιτικό λόγο και επιζητώντας την ευρεία, ευρύτερη από τα όρια του κόμματός του, αποδοχή του πολιτικού του προγράμματος. Αντιστάθηκε σθεναρά στις δυνάμεις που θέλησαν να ανατρέψουν το "ιστορικό" γεγονός του ’21, που προσπάθησαν να ακυρώσουν τις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί πριν την έκρηξη της Επανάστασης και κατά την εξέλιξή της.

Ο Ιωάννης Κωλέττης ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα, που προκαλούσε έντονα συναισθήματα. Τον Κωλέττη θα μπορούσε κανείς να τον αγαπήσει ή να τον μισήσει, δεν θα μπορούσε όμως, σε καμία περίπτωση, να τον αγνοήσει.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Περγαμηνή


Με τον όρο περγαμηνή δηλώνεται το υλικό γραφής για σελίδες βιβλίου, κώδικα ή χειρογράφου, που παρασκευαζόταν από δέρμα μόσχου, προβάτου ή αίγας. Η διαφορά του από τα δερμάτινα είδη είναι ότι δεν έχει υποβληθεί σε βυρσοδεψία, αλλά εκδέρεται και στεγνώνεται ενώ βρίσκεται σε διάταση, πράγμα που κάνει τη δορά τού ζώου δύσκαμπτη και της προσδίδει λευκή, κιτρινωπή ή και διαφανή χροιά. Η περγαμηνή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην υγρασία· βιβλία κατασκευασμένα από τέτοιο υλικό μπορούν να πέσουν από το ράφι μιας βιβλιοθήκης λόγω απώλειας του διατεταμένου σχήματος. Όταν κατασκευάζεται, είναι στιλπνή στην αφή, ιδιότητα που χάνεται συν τω χρόνω. Δεν είναι αδιάβροχη.
Η δορά τού ζώου (αίγας, προβάτου, μόσχου, ακόμη και χοίρου) υποβάλλεται σε κατεργασία, προκειμένου να καταστεί άσηπτη. Κατ’ αρχάς, πρέπει να αφαιρεθεί το λίπος και το σμήγμα, ώστε να μείνει μόνο το δέρμα. Κατόπιν, η δορά βυθίζεται σε γαλάκτωμα ασβέστη (επί τρεις ημέρες) και ακολουθεί απόξεση με ειδικό ξέστρο, προκειμένου να απομακρυνθούν υπολείμματα της σάρκας και του τριχώματος. Στη συνέχεια λειαίνεται με ελαφρόπετρα και λευκαίνεται με σκόνη κιμωλίας.
Όταν η κατεργασία ολοκληρωθεί, είναι φανερή η διαφορά αποχρώσεως μεταξύ τής εξωτερικής πλευράς (αρχ.ἐχέτριχον) και της εσωτερικής πλευράς (αρχ. ἐχέσαρκον). Ωστόσο, η καλή κατεργασία επιτρέπει τη γραφή και στις δύο πλευρές, η δε ποιότητα εξαρτάται επιπλέον από το είδος και την κατάσταση του ζώου.

Η περγαμηνή κόβεται σε φύλλα, τα οποία μπορούν να συγκολληθούν με δύο τρόπους:

  • ως κύλινδρος (λατ. volumen), o οποίος είναι μια ομάδα φύλλων συρραμμένων κατά συνέχεια, ώστε να σχηματίσουν ρόλο (εν χρήσει ώς τον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ.). Απεκαλείτοχάρτης, αν ήταν άγραφος, και τόμος, όταν ήταν γραμμένος.
  • ως κώδικας (λατ. codex), ο οποίος είναι μια ομάδα φύλλων συρραμμένων με τη μορφή τετραδίου (στο έσω μέρος τους) και αποτελεί τον πρόγονο του σύγχρονου βιβλίου. Ο κώδικας, ως πιο εύχρηστος, επικρατεί μετά τον 4ο-5ο αιώνα. Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς η ανθεκτικότητα της περγαμηνής, η οποία μπορούσε να τυλιχτεί και να διπλωθεί, ενώ ο πάπυρος ήταν εξαιρετικά εύθρυπτος.

Οι περγαμηνές που παρασκευάζονταν από μεμβράνη εμβρύου μόσχου εθεωρούντο εξαιρετικής ποιότητας και διέφεραν από τις κοινές περγαμηνές λόγω της ημιδιαφανούς όψης τους. Η περγαμηνή αυτή ονομαζόταν vellum (λατ.), λέξη που προέρχεται από το υποκοριστικό vitellus «μοσχαράκι».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία τού Πλινίου (Historia naturalis 13.21), η περγαμηνή οφείλει την κατασκευή της στην προσωρινή διακοπή εισαγωγής τού παπύρου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 2ο αι. π.Χ. Η εξάρτηση από την Αίγυπτο ως αποκλειστική πηγή εισαγωγής τού παπύρου φέρεται να οδήγησε τον ηγεμόνα τής Περγάμου Ευμένης (είτε τον Ευμένη Α΄, έτη βασιλείας 263-241 π.Χ., είτε τον Ευμένη Β΄, έτη βασιλείας 197-160 π.Χ.) στην απόφαση να προωθήσει την παραγωγή περγαμηνής ως υποκαταστάτου τού παπύρου.

Εντούτοις, υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες για τη χρήση ακατέργαστης δοράς ζώων ως υλικού γραφής. Κείμενα σε δορές ζώων συναντώνται και σε αιγυπτιακές γραφές τής Τετάρτης Δυναστείας. Επιπλέον, οι Ασσύριοι και οιΒαβυλώνιοι, που χάρασσαν τη σφηνοειδή γραφή τους σε πήλινες πινακίδες, έγραφαν επίσης σποραδικά σε περγαμηνές από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά. Ο Ηρόδοτος (5ος αι.) αναφέρει ότι οι Ίωνες της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούσαν ως υλικό γραφής τη διφθέρα, η οποία ουσιαστικά δηλώνει το ίδιο υλικό. Εντούτοις, η περγαμηνή αυτή καθ’ αυτήν παρασκευάζεται συστηματικά ως ραφιναρισμένο υλικό γραφής τον 2ο αι. π.Χ., οπότε και λαμβάνει αυτό το όνομα, το οποίο δηλώνει τον τόπο προελεύσεώς της. Την ελληνιστική εποχή η φρ.περγαμηνή τέχνη, που αναφέρεται στη φερώνυμη τεχνική, αποτελεί την αφετηρία σχηματισμού τού λατ. όρου pergamena (pellis) «δορά από την Πέργαμο», ο οποίος εξαπλώθηκε ευρέως ως τεχνικός όρος.

Αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της περγαμηνής θα πρέπει να αποδώσουμε όχι μόνο στη φημισμένη βιβλιοθήκη τής Αλεξάνδρειας, αλλά και στη πολύ μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου που σημειώνονταν εκείνη την εποχή. Επειδή ο πάπυρος ακρίβαινε και το φυτό από το οποίο παραγόταν σπάνιζε πλέον στο Δέλτα τού Νείλου, όπου γινόταν η κύρια συγκομιδή του, η Πέργαμος κατόρθωσε να καλύψει τις ανάγκες με αυξημένη παραγωγή περγαμηνής.

Κατά τον μεσαίωνα η χρήση τής περγαμηνής γνώρισε ευρεία διάδοση. Στην Αγγλία και τη Γαλλία χρησιμοποιούσαν κυρίως δορά μόσχου και προβάτου, ενώ στην Ιταλίαπροτιμούσαν τη δορά αιγών. Επιπλέον, φαίνεται ότι αρκετές φορές χρησιμοποιήθηκαν δορές μεγαλύτερων ζώων, όπως του αλόγου, ή μικρότερων ζώων, όπως του σκίουρου και του λαγού. Αποτελεί ακόμη αμφιλεγόμενο ζήτημα αν κατά τον μεσαίωνα εξακολουθούσαν να μεταχειρίζονται μεμβράνη από έμβρυο μόσχου που είχε αποβληθεί.

Βαθμηδόν η περγαμηνή αντικαταστάθηκε από το χαρτί, μια κινεζική εφεύρεση που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα στη μαυριτανική Ανδαλουσία. Επίσης, μεταξύ τού 7ου και 9ου αιώνα πολλά παλαιότερα χειρόγραφα σε περγαμηνή αποξέονται και αποτρίβονται, ώστε να χρησιμοποιηθούν και πάλι για γραφή. Το «ανακυκλωμένο» αυτό υλικό αποκαλείταιπαλίμψηστο (κατά λέξη «ξαναξυσμένο»). Δυστυχώς, η τελειοποίηση αυτών των τεχνικών εκείνη την περίοδο επέφερε την απώλεια πολλών κειμένων που είχαν αρχικώς γραφτεί στην περγαμηνή.

Παρ’ ότι η περγαμηνή ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται (κατ’ εξοχήν για κυβερνητικά έγγραφα και διπλώματα), δεν αποτελούσε πλέον την πρώτη επιλογή γραφικής ύλης για τους καλλιτέχνες κατά την περίοδο της Αναγέννησης (15ος αι.). Η περγαμηνή ήταν πολύ ακριβή. Επιπλέον, περιέχει μεγάλη ποσότητα κολλαγόνου. Ως εκ τούτου, όταν το νερό (λ.χ. μιας νερομπογιάς) ακουμπούσε την επιφάνειά της, η ανάμιξη με το κολλαγόνο δημιουργούσε ένα στρώμα επικαλύψεως, το οποίο εξυμνούσαν ιδιαίτερα μερικοί καλλιτέχνες. Εν τούτοις, το υλικό ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο στις συνθήκες τού περιβάλλοντος και στην υγρασία, οι δε απότομες μεταβολές προκαλούσαν ζάρωμα ή συρρίκνωση.

Μερικοί σύγχρονοι καλλιτέχνες εξυμνούν και αυτή την ιδιότητα της περγαμηνής και πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο το υλικό μοιάζει «ζωντανό», σαν να πρόκειται για πραγματικό συνεργάτη σε καλλιτεχνικό έργο. Για να καλυφθούν οι ανάγκες τής καλλιτεχνικής αυτής χρήσης, έχει προωθηθεί επίσης η κατασκευή χειροποίητων δορών. Οι δορές που υφίστανται τέτοια κατεργασία είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στις καλλιτεχνικές ανάγκες από όσες προέρχονται από μαζική παραγωγή.

Η σύγχρονη χρήση τής περγαμηνής οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ανθεκτικότητα του υλικού. Ενώ το χαρτί μπορεί να διατηρηθεί σε καλή ποιότητα επί μερικά μόνο έτη και κατόπιν κιτρινίζει, βρίσκουμε περγαμηνές ηλικίας πολλών αιώνων, οι οποίες παραμένουν εντελώς λευκές. Επιπλέον, η περγαμηνή είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στη δίπλωση και στο τύλιγμα. Για τον λόγο αυτόν, εξακολουθεί να θεωρείται η καταλληλότερη γραφική ύλη για ένα έγγραφο μεγάλης αξίας (πτυχίο, δίπλωμα), του οποίου η διατήρηση έχει σημασία για τον κάτοχο.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Η ναυμαχία του Γέροντα (Επέτειος)


Ο σουλτάνος Μαχμούτ, βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε μόνος του να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, κατέφυγε για βοήθεια στον υποτελή του χεδίβη της Αιγύπτου, τον ισχυρό Μεχμέτ Αλή, ο οποίος είχε αναδιοργανώσει τον στρατό του κατά το ευρωπαϊκό σύστημα χρησιμοποιώντας τον γάλλο συνταγματάρχη Σεβ, ο οποίος μετονομάστηκε σε Σουλεϊμάν μπέη. Ο Μεχμέτ Αλής, αφού εξασφάλισε ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του προς την Πύλη την Κρήτη, ανέθεσε στον γιο του Ιμπραήμ να χειριστεί το ζήτημα όπως αυτός νόμιζε καλύτερα. Ο τολμηρός και αποφασιστικός Ιμπραήμ οργάνωσε την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας με κάθε λεπτομέρεια.

Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του τουρκικού και του αιγυπτιακού στόλου κατά των επαναστατημένων νησιών του Αιγαίου ως απαραίτητη προϋπόθεση για την απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Ετσι στις 6 Ιουνίου του 1824 ο στόλος των Αιγυπτίων κατέστρεψε ολοσχερώς την Κάσο και ο τουρκικός στόλος με ναύαρχο τον Χοσρέφ πασά στις 21 του ίδιου μήνα τα Ψαρά. Σύμφωνα με το τουρκοαιγυπτιακό σχέδιο σειρά είχε η Σάμος.

Ο Χοσρέφ πασάς, με περισσότερες από 40 φρεγάτες και κορβέτες, εμφανίστηκε ανοιχτά της Σάμου στις 17 Ιουλίου. Ο ελληνικός στόλος, με 21 πλοία και τέσσερα πυρπολικά, εμπόδισε τον στόλο του Χοσρέφ να πλησιάσει το νησί με μια σειρά συγκρούσεων που κράτησαν περίπου μία εβδομάδα. Ο Χοσρέφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον στόλο του ανάμεσα στην Κω και στην Αλικαρνασσό και να περιμένει ενισχύσεις από τον στόλο του Ιμπραήμ.

Πράγματι στις 19 Αυγούστου κατέπλευσε ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής όχι μόνο τον ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ αλλά και τον ίδιο τον Ιμπραήμ. Ετσι ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, συμποσούμενος σε ένα τεράστιο δίκροτο, 25 φρεγάτες, 25 κορβέτες, 50 μπρίκια και γολέτες και 300 μεταγωγικά, διέθετε συνολικά 2.500 πυροβόλα.

Ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε γύρω από τα νησιά Λέρο, Λειψώ και Πάτμο, και στις 22 Αυγούστου κατέφθασε και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 70 σκάφη όλα κι όλα, που διέθεταν 800 πυροβόλα. Τα ελληνικά πλοία ήταν υδραίικα, σπετσιώτικα και λίγα ψαριανά, όσα είχαν γλιτώσει από την καταστροφή των Ψαρών.

H πρώτη μεγάλη σύγκρουση των δύο αντίπαλων στόλων έγινε στις 24 Αυγούστου στα στενά μεταξύ Κω και Αλικαρνασσού αλλά χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά. Την επομένη, εξαιτίας μεγάλης κακοκαιρίας, ο ελληνικός στόλος κατέφυγε στον κόλπο του Γέροντα, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Λέρο, έχοντας παράλληλα τον στόχο να εμποδίσει το πέρασμα του εχθρικού στόλου προς τη Σάμο.

Στις 28 Αυγούστου το πρωί 22 ελληνικά πλοία με τον Μιαούλη είχαν βγει από τον κόλπο του Γέροντα. Βλέποντάς το αυτό ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ θέλησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και να προσπαθήσει να διεισδύσει ανάμεσα στα δύο τμήματα του ελληνικού στόλου. Εδωσε λοιπόν διαταγή στα πλοία του να επιτεθούν στα πλοία του Μιαούλη που βρίσκονταν στα δεξιά του κόλπου. Ο Δημήτριος Παπανικολής όμως με το πυρπολικό του ορμούσε πότε εναντίον της μιας φρεγάτας και πότε εναντίον της άλλης, εμποδίζοντας έτσι τα εχθρικά πλοία να προχωρήσουν, καθώς προσπαθούσαν πρώτα να σωθούν από αυτόν τον δαίμονα που τους καταδίωκε. Τελικά το πυρπολικό, καταπονημένο από τις τόσες μανούβρες, φάνηκε ότι θα βυθιζόταν. Προτού όμως συμβεί αυτό, ο Παπανικολής τού έβαλε φωτιά, πήδησε στη βάρκα και γλίτωσε από τα εχθρικά πυρά ως εκ θαύματος. Αλλο πυρπολικό με κυβερνήτη τον Σπετσιώτη Λέκκα Ματρόζο προσπάθησε να προσκολληθεί σε έναν τουρκικό πάρωνα αλλά το πλήρωμά του κατόρθωσε να το ξεκολλήσει και ο Ματρόζος πληγώθηκε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Σε ανάλογη επιχείρηση τραυματίστηκε και ο Ανδρέας Πιπίνος.

Την αριστερή πτέρυγα των επιχειρήσεων είχε αναλάβει με τα πλοία του ο Χοσρέφ, ο οποίος προσπαθούσε να εμποδίσει να ενωθούν τα δύο τμήματα του ελληνικού στόλου, αλλά δεν το κατόρθωσε. Οι διαχωρισμένες ελληνικές μοίρες τελικά ενώθηκαν και τότε άρχισε η μεγάλη ναυμαχία.

Από τον Μιαούλη ως τον τελευταίο ναύτη τα πληρώματα του ελληνικού στόλου πολεμούσαν αψηφώντας τα γιγάντια πλοία του εχθρού. Ο Ιμπραήμ επεμβαίνοντας διέταξε τα αιγυπτιακά πλοία να προχωρήσουν ανάμεσα από τα ελληνικά. Τότε ο Χοσρέφ, για να δείξει ότι οι Τούρκοι δεν είναι λιγότερο θαρραλέοι από τους Αιγυπτίους, διέταξε και αυτός τα πλοία του να προσπαθήσουν να κυκλώσουν τα ελληνικά. Ο στρατηγικός αυτός ελιγμός ωστόσο ήταν μάταιος. Ο Μιαούλης ξαναχώρισε τα πλοία του και τα μισά πολεμούσαν τους Αιγυπτίους και τα άλλα μισά τους Τούρκους. Τα ελληνικά πλοία διείσδυσαν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται πλέον για ναυμαχία εκ παρατάξεως αλλά για μια σύγκρουση όπου όλα μαζί τα πλοία μάχονταν ανακατεμένα.

Στο κρίσιμο σημείο μπήκαν στη μάχη και πάλι τα πυρπολικά. Ο σπετσιώτης μπουρλοτιέρης Λάζαρος Μουσούς κατόρθωσε να προσκολλήσει το πυρπολικό του σε ένα αιγυπτιακό μπρίκι. Εντρομοι οι 300 άνδρες που αποτελούσαν το πλήρωμά του έπεσαν στη θάλασσα και το μπρίκι ακυβέρνητο παρασύρθηκε από το ρεύμα και λίγο πιο κάτω ανατινάχθηκε.

Ο Υδραίος Γεωργάκης Θεοχάρης ή Παπαντώνης ρίχτηκε με το πυρπολικό του πάνω σε μια τυνησιακή φρεγάτα, η οποία είχε 44 κανόνια, πολλά πυρομαχικά και πλήρωμα 1.100 άνδρες, και έβαλε φωτιά στο μπουρλότο του. Πάνω στη φρεγάτα επικράτησε πανικός. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα αλλά κάποιοι είδαν τη σκαμπαβία του Θεοχάρη να ξεμακραίνει και άρχισαν να πυροβολούν. Δύο από τους συντρόφους του Θεοχάρη σκοτώθηκαν και πέντε τραυματίστηκαν. H φρεγάτα όμως είχε ήδη αρπάξει φωτιά. Ο Μιαούλης τότε έστειλε τον Γεώργιο Βατικιώτη με άλλο πυρπολικό, το οποίο αυτός μπόρεσε και το προσκόλλησε από την άλλη πλευρά του πλοίου. Υστερα από λίγο η υπερήφανη φρεγάτα έγινε η ίδια μπουρλότο. Ανατινάχθηκε σκοτώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός της. Μόνο δύο βάρκες πρόλαβαν να κατεβάσουν. Αλλά και αυτές έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και πολλοί αιγύπτιοι αξιωματικοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Ο πανικός γενικεύτηκε τόσο στα τουρκικά όσο και στα αιγυπτιακά πληρώματα. Ο Χοσρέφ πασάς προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να συγκρατήσει τους αξιωματικούς του, οι οποίοι τον πίεζαν να διατάξει υποχώρηση. Ταλαντεύτηκε ακόμη λίγο αναλογιζόμενος τι τον περίμενε όταν θα αντίκριζε τον Σουλτάνο. Αλλά μόλις άρχισε να πέφτει το σούρουπο έδωσε διαταγή στα πλοία του να υποχωρήσουν προς τα φρούρια της Κω και της Αλικαρνασσού.

Τις επόμενες ημέρες ο Χοσρέφ επιχείρησε μία-δύο φορές να πλεύσει προς τη Σάμο αλλά ο Μιαούλης με τον στόλο του τού έκοψε τη φόρα και έτσι αναγκάστηκε να μαζέψει τα πλοία του και να γυρίσει προς τα Δαρδανέλια. Το ίδιο έκανε και ο Ιμπραήμ με τον ναύαρχό του, τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Αυτοί κίνησαν προς την Κάσο και την Κρήτη.

Ετσι σώθηκε η Σάμος. H ναυμαχία του Γέροντα είναι μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης του '21. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο πολύ άνισες που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Ελληνες κίνησε τον θαυμασμό και των ξένων. Ο γάλλος ναυτικός συγγραφέας αντιναύαρχος Julien de la Graviere, αναφερόμενος στη ναυμαχία του Γέροντα, παρατηρεί: «H ναυτική ιστορία ίσως να μην έχει σελίδα περισσότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν για έναν ναυτικό».

H νίκη στη ναυμαχία του Γέροντα δεν οφείλεται μόνο στον ηρωισμό των ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι δεν πτοήθηκαν από τα γιγάντια θαλάσσια τέρατα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και από την τρομερή υπεροπλία του, αλλά κυρίως στη στρατηγική ιδιοφυΐα του Μιαούλη, ο οποίος κατόρθωσε να κάνει τα λιγοστά και μικρού μεγέθους πλοία που είχε υπό τις διαταγές του να ελιχθούν ανάμεσα στα δυσκίνητα τουρκικά και αιγυπτιακά προκαλώντας πανικό στον εχθρό.

Εκτός από τη σωτηρία της Σάμου η ναυμαχία του Γέροντα καθυστέρησε σημαντικά και την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.


Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Χρυσόστομος Σμύρνης (Επέτειος)


Ο Χρυσόστομος (Καλαφάτης) ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο, κατακρεουργήθηκε από φανατισμένο όχλο κατά την ανακατάληψη της πόλης από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1922.
Γεννήθηκε το 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας, στην Προποντίδα. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμωνίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας. Η μητέρα του ήταν ευλαβής χριστιανή και αναφέρεται ότι τον είχε τάξει στην Παναγία.

Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχει να έχει σπουδαίους δασκάλους. Είχε επίσης την τύχη να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και εξετίμησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «άριστα».

Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896 ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το θέμα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι, θέλοντας να προσηλυτίσουν Ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου.

Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή προήδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών. Από τη θέση αυτή επίσης καλλιεργεί την ευγλωττία του στο κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρείται ο επικήδειός του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικό πατέρα του Κωνσταντίνου Ε΄, καθώς επίσης και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Ιδιαίτερα όμως διακρίθηκε για τη συμβολή του στη ματαίωση των σχεδίων του αρχηγού της Πανσλαβιστικής Παλαιστίνιας Εταιρίας του Παπαδονότσεφ που επεδίωκε να αλλοιώσει τον ελληνικό χαρακτήρα τουΑγίου Όρους και να εκσλαβίσει τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

Την ίδια ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από το Θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄ και κατόπιν επανεξελέγη ο δυναμικός Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής. Και αυτός όμως εκτίμησε τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι εκλέγεται παμψηφεί, στις23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», πράγμα που έγινε 20 χρόνια αργότερα.

Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών μέχρι το 1910. Κατά την περίοδο αυτή αντιμετώπισε την τρομοκρατική δράση του βουλγαρικού κομιτάτου καθώς και την τότε ρουμανική προπαγάνδα και ανέπτυξε έξοχη εθνική δράση, συγκρατώντας τους πεπλανημένους, ενθουσιάζονατς τους λιγόψυχους και αναλαμβάνοντας ο ίδιος την διεύθυνση του αγώνα κατά των Βουλγάρων συμμοριτών. Παράλληλα έκτισε μεγαλοπρεπή ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Επίσης φρόντισε τότε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία,

γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα. Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία και αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη (1907). Μετά όμως την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1908 ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος επανήλθε στην έδρα του, αλλά και πάλι με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προκαλεί τη διασάλευση της τάξης, πέτυχαν τη δεύτερη απομάκρυνσή του.

Το 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη θέση αυτή παρέμεινε ολόκληρη τη δύσκολη περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μικρασιατικής Καταστροφής, μη δεχόμενος μάλιστα να αποχωρήσει από την πόλη και να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, όταν κατέρρεε το μέτωπο. Συνελήφθη από τους Τούρκους και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου1922.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και εθνομάρτυρα. H μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Η Μάχη των Πλαταιών (Επέτειος)


Η Μάχη των Πλαταιών ονομάζεται η μάχη που διεξήχθη τον Αύγουστο του 479 π.Χ. κοντά στην αρχαία βοιωτική πόλη Πλαταιές μεταξύ του συνασπισμού των ελληνικών πόλεων-κρατών και του περσικού στρατού. Η συντριπτική νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της περσικής εκστρατείας του 480 π.Χ. - 479 π.Χ. στον ελλαδικό χώρο.
Μετά την αποτυχία των Περσών να νικήσουν, στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο αυτοκράτορας Ξέρξης έφυγε για τις Σάρδεις, απ' όπου θα συντόνιζε τις κινήσεις του στρατού του, ενώ θα μπορούσε να καταπνίξει τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στηΜεσοποταμία όσο έλειπε. Άφησε πίσω του τον ξάδερφό του, Μαρδόνιο, επικεφαλής του στρατού, ο οποίος στρατοπέδευσε στην Βοιωτία. Τον Χειμώνα του 480 π.Χ. προς 479 π.Χ., οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Χαλκιδική. Ο Ξέρξης, με διαλυμένο τον στόλο, προτίμησε να φύγει για την Μικρά Ασία από την χερσαία οδό. Τον συνόδευσε μέχρι τον Ελλήσποντο ο στρατηγός Αρτάβαζος με 60.000 άνδρες. Ύστερα, ο Πέρσης στρατηγός κινήθηκε εναντίον των πόλεων της ΟΛύνθου και της Νέας Ποτείδαιας Χαλκιδικής, που επαναστάτησαν και ήθελαν να εισχωρήσουν στον συνασπισμό των ελευθέρων Ελλήνων. Η Όλυνθος αλώθηκε με ευκολία και οι κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν. Αντιθέτως, η Ποτείδαια άντεξε σε τρίμηνη πολιορκία και ανάγκασε τον Αρτάβαζο να υποχωρήσει στη Βοιωτία και να ενωθεί με τον Μαρδόνιο.
Τον Χειμώνα του 480 π.Χ., ο Θεμιστοκλής πήγε στη Σπάρτη για να εκτιμήσουν τη κατάσταση του εχθρού, μαζί με τους Εφόρους. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Θεμιστοκλή υπέσκαπταν την φήμη του και την εντιμότητα του και στις αρχές του 479 π.Χ. εξέλεξαν τον Ξάνθιππο του Αριφρόνος, τον πατέρα του Περικλή, στη θέση του στρατηγού της Αθήνας και αρχηγό του συμμαχικού ελληνικού στόλου. Επίσης, αρχηγός του συμμαχικού στόλου, από την πλευρά των Σπαρτιατών, εκλέχθηκε ο βασιλιάς Λεωτυχίδας στη θέση του Ευρυβιάδη ενώ αρχηγός του στρατού εκλέχθηκε ο στρατηγός Παυσανίας, αντιβασιλέας του θρόνου.

Το 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος έστειλε τον βασιλιά της ΜακεδονίαςΑλέξανδρο Α΄, στην Αθήναώστε να διαπραγματευθεί με τους Αθηναίους την υποταγή τους στην Περσική Αυτοκρατορία. Την ίδια περίοδο βρισκόταν στη πόλη και μια πρεσβεία της Σπάρτης, η οποία προσπάθησε να αποτρέψει τους Αθηναίους να υποταχθούν. Έτσι ακούστηκαν και οι δύο απόψεις στη συνέλευση του δήμου και ο Αριστείδης πρότεινε να ψηφίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης. Φυσικά ο αθηναϊκός λαός απέριψε την πρόταση των Περσών. Ο Μαρδόνιος, για να τιμωρήσει τους Αθηναίους, εκστράτευσε στην Αττική και κατέλαβε και κατέκαψε την Αθήνα, την οποία είχαν εγκεταλείψει οι κάτοικοι της όπως και όταν εισέβαλε ο Ξέρξης πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στηνΤροιζήνα και ο στρατός στη Σαλαμίνα. Ο Πέρσης στρατηγός έστειλε νέα πρεσβεία στους Αθηναίους βουλευτές στη Σαλαμίνα, με αρχηγό τον Ελλησπόντιο Μουρυχίδη, για να ζητήσει τη παράδοση των Αθηναίων. Όταν ο Μουρυχίδης παρουσίασε τις προτάσεις του ενώπιον της Βουλής των 500, ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, λύγισε και εισηγήθηκε τη παράδοση της Αθήνας. Οι υπόλοιποι βουλευτές δώσανε αρνητική απάντηση στον Μουρυχίδη και τον εκδιώξανε από την αθηναϊκή επικράτεια ενώ τον Λυκίδη τον θανατώσανε δια λιθοβολισμού. Οι Αθηναίοι φοβούνταν την αντίδραση του Μαρδόνιου και έστειλαν πρεσβεία στη Σπάρτη μια πρεσβεία τριών ανδρών, του Ξάνθιππου, τουΚίμωνα και του Μυρωνίδη. Οι Έφοροι της Σπάρτης δεν τους απαντάσουν για δέκα μέρες, προετοιμάζοντας κρυφά το στρατό που θα τους στέλνανε για βοήθεια.

Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν κατηγορήσει τη στάση αυτή της Σπάρτης. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι έμπειροι στη στρατιωτική πολιτική Λακεδαιμόνιοι τα είχανε υπολογίσει όλα. Δεν απάντησαν απευθείας στους Αθηναίους πρεσβευτές, παρότι η απάντηση τους θα ήταν θετική για την Αθήνα, για να μην διαρρεύσει οποιαδήποτε πληροφορία σε λάθος πρόσωπα. Το λάθος πρόσωπο που φοβούνταν οι Σπαρτιάτες ήταν η πόλη του Άργους, που ενώ δήλωνε ότι παραμένει ουδέτερη στην αντιπαράθεση με τους Πέρσες, στην πραγματικότητα είχε μηδίσει. Οι Πέρσες προφανώς, προσφέρανε στη πόλη την πρωτοκαθεδρία στην εξουσία της Πελοποννήσου. Έτσι οι Έφοροι φοβούνταν ότι εάν οι Αργείοι μάθαιναν ότι μεγάλη στρατιά των Σπαρτιατών θα εκστράτευε εκτός Πελοποννήσου θα είχαν ένα μεγάλο κίνδυνο στα μετόπισθεν, δίπλα στη πατρίδα τους. Έτσι όλα έγιναν τάχιστα, σε εννιά ημέρες, ενώ η μυστικότητα διατηρήθηκε μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Συγκεντρώθηκε ένας στρατός 45.000 ανδρών, 5.000 Σπαρτιατών και 35.000 είλωτες και 5.000 λογάδες (επίλεκτα τμήματα στρατού). Ο στρατός έφυγε βράδυ από τη Σπάρτη και δεν πέρασε από τη χώρα του Άργους, για να μην τους αντιληφθούν. Αντίθετα κινήθηκαν δυτικότερα από το Ορέστειο της Μαιναλίας. Το επόμενο πρωί οι Έφοροι ενημέρωσαν τους Αθηναίους ότι ο στρατός ήδη έχει ξεκινήσει για να συγκρουστεί με τους Πέρσες. Ο στρατός είχε ηγέτες τον στρατηγό Παυσανία και ως συστράτηγο τον Ευρυάνακτα του Δωριέα. Στον Ισθμό ενώθηκαν και άλλες δυνάμεις ΠελοποννησίωνΕυβοιωτών,Αιγηνιτών και δυνάμεων από τη Δυτική Ελλάδα μαζί με τους Σπαρτιάτες. Όταν βρεθήκανε οι Έλληνες στη Μεγαρίδα, ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι κινούνται εναντίον του και αποσύρθηκε από την Αττική στην ανοικτή βοιωτική πεδιάδα, ώστε να δράσει το ιππικό του ευκολότερα. Στρατοπέδευσε βόρεια του ποταμού Ασωπού και έχτισε ένα ξύλινο οχυρό, ώστε άμα η μάχη δεν τους ευνοήσει να ανασυνταχθούν εκεί οι Πέρσες. Στην Ελευσίνα, ενώθηκαν με το συμμαχικό στρατό, 3.000 Μεγαρείς, 8.000Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς. Πέρασαν μέσα από τις ορεινές διαβάσεις των Ελευθέρων (σημερινό Γυφτόκαστρο) και το στενό των Δρυός Κεφαλών και έφθασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας. Ο Παυσανίας παρέταξε τον στρατό στους πρόποδες του όρους Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, ώστε να προστατεύεται από το ιππικό τους αλλά και για να έχει στα δεξιά του το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, ώστε να ανεφοδιάζεται και να λαμβάνει ενισχύσεις. Οι Σπαρτιάτες με τους Τεγεάτες έλαβαν την δεξιά πλευρά της παράταξης, στο κεντρο οι υπόλοιποι Έλληνες, στα αριστερά οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς. Ειδικά οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν στρατοπεδεύσει σε πεδινό έδαφος, λόγο έλλειψης χώρου.

Ο Παυσανίας περίμενε την πρώτη κίνηση να την κάνει ο Μαρδόνιος και αντίστοιχα ο Πέρσης στρατηγός περίμενε τον Σπαρτιάτη να κινηθεί πρώτος. Ο μεν Παυσανίας ήθελε να αποφύγει το περσικό ιππικό και ο δε Μαρδόνιος ήθελε να το χρησιμοποιήσει ο κύριο όπλο κρούσης. Ο Μαρδόνιος για να επιτύχει να βγάλει τους Έλληνες στην πεδιάδα, έστειλε μερικές ίλες του ιππικού του εναντίον των Μεγαρέων, που είχαν στρατοπεδεύσει σε πιο πεδινό έδαφος, για να τους παρενοχλήσει. Αρχηγός τέθηκε ο Μασίστιος. Οι Μεγαρείς προσπάθησαν να συπτύξουν το μέγεθος της παράταξης τους αλλά ο χώρος δεν τους το επέτρεπε, ταυτόχρονα πιο πολλές ίλες ιππικού και τοξοτών τους επιτίθονταν. Βλέποντας αυτή τη κατάσταση ο Παυσανίας έστειλε 300 Αθηναίουςλογάδες υπό τον Ολυμπιόδωρο του Λάμπωνα να βοηθήσουν τους δοκιμαζόμενους Μεγαρείς. Οι Αθηναίοι περικύκλωσαν μια από τις πρώτες ίλες που συγκρούστηκαν με τους Έλληνες. Εκεί ήταν ο ίδιος ο Μασίστιος στη πρώτη γραμμή. Το άλογο του σκωτώθηκε και ο ίδιος πεζός συνέχισε να μάχεται. Ένας Αθηναίος διαπέρασε, με το δόρυ του, το μάτι του Πέρση ιλάρχη και τον σκότωσε. Ακολούθησε μια μάχη, ίδια με αυτές που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου, πάνω από το σώμα του Μασίστιου. Οι Πέρσες και οι Έλληνες μάχονταν για το ποίος θα το κρατήσει. Τελικά οι Πέρσες υποχώρησαν και οι Έλληνες κράτησαν το πτώμα και το περιέφεραν στο στρατόπεδο ως τρόπαιο της πρώτης τους νίκης.

Μετά από αυτή την αψιμαχία, ο Παυσανίας έλαβε μια απόφαση που ακόμα δεν έχει εξηγηθεί από τους ιστορικούς με βεβαιότητα. Αποφάσισε να στρατοπεδεύσουν πιο βορειοδυτικά, σε ένα τόπο πλούσιο σε πηγές με καθαρό νερό και με λίγους λόφους για κάλυψη από το ιππικό αλλά σαφώς πιο πεδινό. Επίσης με αυτό το τρόπο εγκατέλειπε το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, το οποίο κατέλαβαν οι Πέρσες μετά τη μετακίνηση των ελληνικών στρατευμάτων. Στα νοτιανατολικά της νέας θέσης, προς το παραπόταμο Μολόεντα, σε έναν λόφο παρατάχθηκαν οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, αυτοί ήταν η δεξιά πλευρά του στρατεύματος. Στο λόφο στα βορειοδυτικά, με το όνομα Πύργος, παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς, αυτό ήταν το αριστερό κέρας της παράταξης. Ενδιάμεσα των δύο λόφων παρατάχθηκαν όλοι οι άλλοι Έλληνες, σε πιο ομαλό έδαφος. Το δεξί κέρας περιελάμβανε 10.000 Σπαρτιάτες και 1.500Τεγεάτες. Στο κέντρο παρατάχθηκαν 5.000 Κορίνθιοι, 300 Ποτειδαιάτες, 600 Αρκάδιοι Ορχομενοί, 3.000 Σικυώνιοι, 800 Επιδαύριοι, 1.000 Τροιζήνιοι, 200 Λαπρεάτες, 300Ερμιονείς, 1.000 Φλειάσιοι, 400 Χαλκιδείς, 500 Αιγηνίτες, 200 Παλείς, 500 Αμβρακιώτες, 800 Λευκαδίτες, 400 Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι και 600 Ερετριείς και Στυρείς. Τέλος στο αριστερό κέρας έλαβαν θέση 8.000 Αθηναίοι, 600 Πλαταιείς και 3.000 Μεγαρείς. Συνολικά έλαβαν μέρος 38.700 οπλίτες. Στην παράταξη υπήρχαν και 35.000 είλωτες ψιλοί, που στέκονταν δίπλα τους μισούς (5.000) από τους Σπαρτιάτες οπλίτες, 7 δίπλα από τον καθέναν από αυτούς, οι θέσεις των οποίων στους πολέμους ήταν πάντα αυτή. Οι ψιλοί των υπόλοιπων Σπαρτιατών και των λοιπών Ελλήνων οπλιτών ήταν 34.500 άνδρες.

Ο Μαρδόνιος βλέποντας μια ευκαιρία να του παρουσιάζεται παρέταξε το στρατό του κατά μήκος του Ασωπού με τους 30.000 Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες. Στο κέντρο παρέταξε τους 15.000 Μήδους, τους 25.000 Βάκτριους, τους 10.000 Ινδούς και τους 10.000 Σάκες. Απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς παρέταξε τους 50.000 μηδίσαντες Έλληνες. Δηλαδή παρέταξε τουςΘηβαίους, τους Λοκρούς, τους Θεσσαλούς, τους Μακεδόνες και τους Φωκείς. Από όλους τους μηδίσαντες Έλληνες, όταν ξεκίνησε η μάχη, οι μόνοι που πολέμησαν με μένος εναντίον των συμπατριωτών τους, ήταν οι Θηβαίοι. Μόνο αυτοί είχαν συμφέρον από μια νίκη των Περσών, όλοι οι υπόλοιποι υποτάχθηκαν στη περσική εισβολή καθώς δεν μπορούσαν να αμυνθούν μόνοι τους. Ο στρατηγός Αρτάβαζος διοικούσε την εφεδρεία των Περσών στα μετόπισθεν, που αποτελούνταν από ΘράκεςΦρύγες, Αιθίοπες, Αιγύπτιους και Μυσούς. Οι εισβολείς σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ήταν 600.000 αλλά οι ιστορικοί τους υπολογίζουν στις 250.000.

Για δέκα μέρες οι αντίπαλοι έμειναν ακίνητοι χωρίς να εμπλακούν σε μάχη. Την ενδέκατη μέρα ο Θηβαίος Τιμαγενίδας έπεισε τον Μαρδόνιο να συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο οι Θηβαίοι και ο Αρτάβαζος πρότειναν να υποχωρήσουν στη Θήβα για ανεφοδιασμό και να δώσουν μάχη σε άλλη τοποθεσία. Αντίθετα ο Μαρδόνιος επέμενε να μείνουν εκεί και να πολεμήσουν. Ο Αρτάβαζος υπονόμευε συνέχεια τον Μαρδόνιο και μια υποχώρηση εκείνη τη στιγμή θα μείωνε την αξία του τελευταίου και θα αύξανε την αξία του πρώτου στα μάτια του Ξέρξη. Έτσι λοιπόν αποφάσισε το επόμενο πρωί να γίνει μια γενική επίθεση στο σύνολο του ελληνικού μετώπου. Το ίδιο βράδυ οβασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος ο Α΄, πήγε στο ελληνικό στρατόπεδο και προειδοποίησε τους Έλληνες για το σχέδιο του Μαρδόνιου. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν ως ευεργέτη τους, για αυτήν του τη πράξη, ενώ οι Σπαρτιάτες τον ονόμασαν "φιλέλλην".

Μετά την πληροφόρηση από τον Αλέξανδρο ο Παυσανίας αποφάσισε να θέσει τους Αθηναίους απέναντι στους Πέρσες επειδή είχαν πολεμήσει εναντίον τους στο Μαραθώνα, άρα τους γνώριζαν καλύτερα. Ενώ οι Σπαρτιάτες θα λάμβαναν θέση απέναντι από τους Θηβαίους που τους γνώριζαν καλύτερα στο πεδίο της μάχης. Όμως ο Μαρδόνιος το κατάλαβε και προσπάθησε να αντιστρέψει και αυτός τα άκρα του. Έτσι ο Παυσανίας δεν προχώρησε στην δικιά του αναστροφή. Αντίθετα αποχώρησε από τη θέση που ήταν με το στρατό του και κατέλαβε μια θέση νοτιότερα, ανάμεσα στις πόλεις Υσία και Πλαταιές. Η μετακίνηση αυτή ξεκίνησε από το βράδυ και θα ολοκληρωνόταν το επόμενο πρωί ώστε να την δει ο Μαρδόνιος και να νομίζει ότι οι Έλληνες υποχωρούν και να εμπλακεί μαζί τους σε μάχη, την οποία οι ίδιοι βεβαίως την περιμένανε. Τέτοιοι ελιγμοί στις ελληνικές φάλαγγες ήταν συνηθισμένοι αλλά μόνο οι Σπαρτιάτες τις εκτελούσαν αριστοτεχνικά. Έτσι αποφασίστηκε σε πρώτη φάση να αποσυρθεί το κέντρο των Ελλήνων από τη θεση Νησί στις Πλαταιές και να στρατοπεδεύσει εκεί. Στη δεύτερη φάση οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες θα αποσύρονταν το πρωινό ώστε να τους δει ο Μαρδόνιος και να επιτεθεί. Ταυτόχρονα θα προσποιούνταν ότι κάποια τμήματα αργούσαν να υποχωρήσουν για να τον δελεάσουν πιο εύκολα. Οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Μεγαρείς θα κάλυπταν την φάση υποχώρησης των Σπαρτιατών.

Η πρώτη φάση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία καθώς το κέντρο των Ελλήνων, μπερδεμένο από το σκοτάδι, παρατάχθηκε στο ναό της Ήρας, μπροστά στις Πλαταιές, σε απόσταση διπλάσια από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο. Ο Παυσανίας δεν το γνώριζε αυτό και ξεκίνησε την επόμενη φάση του σχεδίου του. Το σώμα που αποφασίστηκε να μείνει πιο πίσω, δήθεν ότι άργησε να υποχωρήσει, ήταν ο λόχος του Αμομφεράτου. Το πρωί οι Σπαρτιάτες έμαθαν το τι συνέβη το βράδυ και έμαθαν επίσης και που βρίσκονταν οι Έλληνες του κέντρου. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καλύψουν το μεγάλο κενό μεταξύ των παρατάξεων αλλά ήδη ο Μαρδόνιος είχε δει και είχε αξιολογήσει την κατάσταση. Διάταξε γενική επίθεση και καταδίωξη του αντίπαλου στρατού. Την επίθεση οδηγούσε ο ίδιος ο Μαρδόνιος και μάλιστα πέρασε πρώτος τον Ασωπό με το περσικό ιππικό, τους Ινδούς και τους Σάκες. Όλοι αυτοί έπεσαν με ορμή πάνω στην παράταξη των Τεγεατών και των Σπαρτιατών. Το περσικό κέντρο προσπαθούσε άτακτα να φτάσει στο ιερό της Ήρας για να βρεθεί με το ελληνικό κέντρο. Οι Αθηναίοι μάχόνταν εναντίον των Θηβαίων βόρεια της θέσης Νήσος, ανάμεσα στο λόφο του Πύργου και στο ιερό του Ανδροκράτους. Το σώμα του Αμομφεράτου ενώθηκε γρήγορα με τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και ανέστρεψαν πλευρά για να υποδεκτούν με ακόντια τους Πέρσες. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη καθώς οι εχθροί ήταν περισσότεροι και έτσι ο Παυσανίας ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, μην γνωρίζοντας ότι οι συμμάχοι του ήταν αντιμέτωποι με τους Θηβαίους.

Ο Αριστείδης μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει τους Θηβαίους να μην μάχονται τα αδέρφια τους. Όλην αυτή την ώρα η Σπαρτιατική φάλαγγα είχε καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες και αμυνόταν, μόλις μεγάλες δυνάμεις Περσών τους κύκλωσαν και καθιστούσαν αδύνατη την δυνατότητα ελιγμών, ο Παυσανίας διέταξε τότε γενική επίθεση και όλο το μέτωπο πετάχτηκε μπροστά με κραυγές και επιτέθηκε στους Πέρσες. Οι Πέρσες των πρώτων σειρών έχασαν την ορμή τους και προσπαθούσαν να υποχωρήσουν αλλά οι πιο πίσω σειρές τους εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν ελιγμούς. Μέσα στη σύγχυση ένας Σπαρτιάτης, ο Αρίμνηστος, εντόπισε τον Μαρδόνιο πάνω στο άλογο του και τον σκότωσε.

Ο θάνατος του αρχηγού τους σε συνδυασμό με την ορμή των Σπαρτιατών σάστισε τους Πέρσες και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Την ίδια ώρα ο Αρτάβαζος με την εφεδρεία των Περσών αποχωρούσε από τη μάχη, ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορούσε να αλλάξει την έκβαση της μάχης, αλλά ο Πέρσης στρατηγός δεν το έκανε αλλά προτίμησε να αποσυρθεί, σαν να προδίδει τον νεκρό Μαρδόνιο! Οι Πέρσες υποχώρησαν στο ξύλινο οχυρό τους, ενώ οι Σπαρτιάτες τους ακολουθούσανε και προσπαθούσανε να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα οι Θηβαίοι, χάνοντας 300 μαχητές τους υποχώρησαν για τη Θήβα και οι Αθηναίοι τους καταδίωξαν μέχρι έξω από τα τείχη της πόλης τους και τους κατανίκησαν. Ακολούθως οι Πλαταιείς, οι Μεγαρείς και οι Αθηναίοι ενώθηκαν με τους Σπαριάτες και τους Τεγεάτες έξω από το οχυρό των Περσών και κατάφεραν να εισχωρήσουν, μέσα από ένα ρήγμα, κατασφάζοντας τους πάντες μέσα σε αυτό. Την ίδια ώρα οι δυνάμεις των Κορινθίων, των Φλειασείων και των Επιδαύριων δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση του θηβαϊκού ιππικού και έχασαν περίπου 600 άνδρες.

Ο Ηρόδοτος εξιστορεί πως σώθηκαν μόνο 43.000 Πέρσες, αριθμός υπερβολικά μικρός ενώ οι Έλληνες χάσανε 1.300 άνδρες. Ο Έφορος αναφέρει 100.000 Πέρσες νεκρούς και 10.000 Έλληνες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έχουν υπολογίσει ακόμα τους νεκρούς αλλά μόνο εκτιμούν έναν αριθμό από τους 60.000 με 120.000 Πέρσες νεκρούς και αιχμαλώτους και 5.000 με 10.000 Έλληνες νεκρούς και τραυματίες.

  • Από τους Αθηναίους μαχητές διακρίθηκε ο Σωφάνης του Ευτυχίδη από τον δήμο της Δεκέλειας. Λέγεται ότι αυτός δεν λύγιζε ούτε μια στιγμή από την πίεση των Θηβαίων και μάλιστα είχε ζωγραφίσει στην ασπίδα του μια άγκυρα, σύμβολο πως κανένας εχθρός δεν θα τον κουνούσε από τη θέση του.
  • Όσο οι Πέρσες πίεζαν τους Τεγεάτες και τους Σπαρτιάτες, ο στρατηγός Παυσανίαςέκανε θυσίες στους θεούς για να νικήσουν οι Έλληνες τη μάχη. Δίπλα του στεκόταν ο υπασπιστής του Καλλικράτης που δέχτηκε ένα βέλος στο στήθος προστατεύοντας τον στρατηγό. Λέγεται πως καθώς ξεψυχούσε και την ώρα που ο στρατηγός τον ευχαριστούσε για τη πράξη του, ο νεαρός Σπαρτιάτης είπε: "Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να πάρω μέρος στη μάχη."
  • Οι Μεγαρείς είχανε 159 νεκρούς και όλοι τους τιμήθηκαν ιδιαιτέρως από όλους τους Έλληνες για την ανδρεία τους.
  • Ο γενναίος Αμομφεράτος που με το λόχο του κάλυψε τα νώτα των Σπαρτιατών πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης και τιμήθηκε από τον Παυσανία με ειδικό ανδριάντα στο μνήμα του.
  • Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα." Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες."
  • Όταν τελείωσε η μάχη και η σκηνή του Μαρδόνιου με τα ολόχρυσα σκεύη του και τους μαγείρους του να πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων, ο Παυσανίας διέταξε τους Πέρσες υπηρέτες να ετοιμάσουν ένα γεύμα σαν αυτά που ετοίμαζαν στον Μαρδόνιο και τους συνεργάτες του. Αντίστοιχα ζήτησε από τους Σπαρτιάτες να ετοιμάσουν το συνηθισμένο γεύμα των Λακεδαιμονίων, τον μέλανα ζωμό. Ακολούθως ο Παυσανίας κάλεσε όλους τους Έλληνες στρατηγούς στη σκηνή του Μαρδόνιου και τους παρουσίασε τα δύο γεύματα ένα πλούσιο σε ολόχρυσα σκεύη, το περσικό και ένα φτωχικό των Σπαρτιατών. Τότε είπε: "Ανόητοι Πέρσες αφήσατε τα πλούτη σας και χάσατε τις ζωές για να αποκτήσετε το φτωχικό πιάτο του Έλληνα όταν εσείς τρώγατε σε χρυσά σκεύη."
Όταν τελείωσε η μάχη η πεδιάδα των Πλαταιών είχε γεμίσει με χιλιάδες νεκρούς. Η κάθε πόλη των Ελλήνων έχτισε ξεχωριστά κάθε τύμβο για τους νεκρούς της. Με το τέλος της μάχης έφτασαν αργοπορημένα οι Ηλείοι και οι Μαντινείς. Αυτό συνέβη γιατί στο εσωτερικό αυτών των κρατών επικρατούσε η φιλοπερσική μερίδα των πολιτικών. Λίγες μέρες πριν την οριστική μάχη των Πλαταιών καταφέρανε να ανεβούν στην εξουσία οι φιλοδημοκράτες. Οι μόνοι Πέρσες που υποχώρησαν με τάξη και έφτασαν πίσω στην Περσία ήταν αυτοί στο σώμα του Αρτάβαζου. Στη συνέχεια οι Έλληνες αποφάσισαν να τιμωρήσουν όσους συμπατριώτες τους μηδίσανε, με πρώτη τη Θήβα. Εμφανίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης με το σύνολο του στρατού τους και ζήτησαν να τους παραδοθούν οι ηγέτες της φιλοπερσικής μερίδας της Θήβας, ο Τιμαγενίδας, ο Ασωπόδωρος και ο Ατταγινός και άλλοι λιγότερο σημαντικοί. Οι Ασωπόδωρος και Ατταγινός το έσκασαν αλλά όλοι οι υπόλοιποι παραδόθηκαν στον Παυσανία, ο οποίος τους εκτέλεσε στην Κόρινθο.
Αφότου τελειώσανε και με τους μηδίσαντες Θηβαίους, οι Έλληνες έφτιαξαν ένα αφιέρωμα για τη νίκη τους και τη πλήρη συντριβή των Περσών. Το αφιέρωμα αυτό έμεινε γνωστό ως "τρίποδας των Δελφών". Το αφιέρωμα αποτελείται από δυο μέρη. Το κίονα που σχηματίζεται από τρία χάλκινα φίδια που συμπλέκονται. Στα κεφάλια των φιδίων στηριζόταν το κύριως ανάθημα, ο χρυσός τρίποδας, αφιερωμένος στον Απόλλωνα. Πάνω στις σπείρες που σχηματίζουν τα φίδια είναι γραμμένες όλες οι πόλεις που πολέμησαν τουςΠέρσες. Παρακάτω δίνετε η επιγραφή σύμφωνα με τον περιηγητήΠαυσανία, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον Σπαρτιάτηστρατηγό Παυσανία που έδωσε την μάχη των Πλαταιών:
"Σε αυτόν το πόλεμο πολέμησαν: Λακεδαιμόνιοι, Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Τεγεάτες, Σικυώνιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Επιδαύριοι, Ορχομένιοι, Φλειάσιοι, Τροιζήνιοι, Ερμιονείς, Τιρύνθιοι, Πλαταιείς, Θεσπιείς, Μυκηναίοι, Κείοι, Μήλιοι, Τήνιοι, Νάξιοι, Ερετριείς, Χαλκιδείς, Στυρείς, Ηλείοι, Ποτειδαιάτες, Λευκάδιοι, Ανακτορείς, Κύθνιοι, Σίφνιοι, Αμβρακιώτες και Λεπρεάτες."
Η πόλη των Πλαταιών αποφασίστηκε να είναι ιερή γη και απαραβίαστη. Ενώ κάθε χρόνο, τη μέρα που έγινε η μάχη των Πλαταιών, επιτροπές από όλες τις ελληνικές πόλεις συγκεντρώνονταν στο σημείο για να κάνουν θυσίες και γιορτές στη μνήμη των πεσόντων. Ο χρυσός τρίποδας χάθηκε στον Γ΄ Ιερό Πόλεμο (357 π.Χ. με 346 π.Χ.) όταν τον σύλησαν οι Φωκαείς. Ο χάλκινος κίονας με τις σπείρες των φιδιών, μεταφέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι σήμερα ο τρίποδας παραμένει εκεί και αποτελεί αξιοθέατο για τους τουρίστες.
Μετά από αυτή τη μάχη ουδέποτε Πέρσης ηγεμόνας δεν πραγματοποίησε εισβολή στην Ελλάδα. Οι Έλληνες περάσαν στην αντεπίθεση και πραγματοποίησαν νικηφόρες μάχες εντός της Περσικής Αυτοκρατορίας, προκαλώντας τριγμούς στο σύστημα της και οδηγώντας την στη κατάρρευση από τον Μέγα Αλέξανδρο. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, οι Πέρσες δεν τόλμησαν να επέμβουν ξανά στρατιωτικά στον ελλαδικό χώρο. Οι μόνες τους επεμβάσεις ήταν κυρίως διπλωματικής φύσεως, χρηματοδοτώντας πρώτα την Αθήνα, μετά τη Σπάρτη και ύστερα την Θήβα, στις εμφύλιες διαμάχες των ελληνικών πόλεων. Η μάχη αυτή κράτησε ζωντανή την Ελλάδα. Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα ανέκοψε τη πορεία τουΞέρξη αλλά δεν εξάλειψε την περσική απειλή. Αυτό έγινε στη μάχη των Πλαταιών.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Μάχη των Βασιλικών Φθιώτιδας


Στη Ρούμελη η Επανάσταση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο, το Μάρτιο του 1821, και μέσα σε δύο μήνες πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου και οι σημαντικότερες πόλεις. Όταν ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε τον Αλή πασά στα Γιάννενα, πληροφορήθηκε την εξέγερση της Ανατολικής Στερεάς, έστειλε 8.000 πεζούς και 800 ιππείς με επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά και τον Αλβανό Ομέρ Βρυώνη για να την καταπνίξουν και μετά να εισβάλουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Με μάχες στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821) οΑθανάσιος Διάκος, στο Χάνι της Γραβιάς 
(8 Μαΐου) ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και στα Βρυσάκια της Εύβοιας (15 Ιουλίου) οΑγγελής Γοβγίνας, προσπάθησαν να ανακόψουν την κάθοδο των Τούρκων στην Πελοπόννησο και κατόρθωσαν να τους καθηλώσουν στη Βοιωτία, όπου περίμεναν ενισχύσεις.
Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη από 8.000 ενόπλους – οι περισσότεροι έφιπποι – και πλήθος άμαξες φορτωμένες με εφόδια, με επικεφαλής το γνωστό από την εκστρατεία της Χαλκιδικής Μπεϊράν πασά, ως αντιστράτηγο, και τους Μεμίς πασά, Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ πασά, κατέβηκε από τη Λάρισα και στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ μία άλλη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μαχμούτ πασά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Δομοκό. Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις δυνάμεις του Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Σύμφωνα με τον Φιλήμονα, μέσα Αυγούστου πρώτος ο Γιαννάκης Δυοβουνιώτης πληροφορήθηκε την άφιξη του τουρκικού στρατού στο Ζητούνι και ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς, οι οποίοι συνήλθαν στο χωριό Εργίνι (στους πρόποδες της Φοντάνας), για να συσκεφθούν πού θα αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό κατά την πορεία του από τη Λαμία στη Λιβαδειά. Στη σύσκεψη αλλά και στη μάχη δεν έλαβε μέρος ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που ήταν μακριά.
Ο Γιάννης Γκούρας και ο γιος του γερο-Πανουργιά, ο Νάκος, πρότειναν να οχυρωθούν στη διάβαση της Φοντάνας, αλλά επικράτησε η πρόταση του Δυοβουνιώτη, να στήσουν ενέδρα στη στενωπό του δημόσιου δρόμου των Βασιλικών, όπου και το ομώνυμο χωριό της Φθιώτιδας, που ήταν τότε ακατοίκητο.

Οι δυνάμεις των Ελλήνων, περίπου 1.600 άνδρες, τοποθετήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο του Δυοβουνιώτη – ο οποίος ορίστηκε και αρχηγός – ως εξής: στο πυκνό δάσος στην είσοδο της διάβασης ο Δυοβουνιώτης, στο εσωτερικό δεξιά ο Αντώνης Κοντοσόπουλος και αριστερά ο Κομνάς Τράκας, ο Κώστας Καλύβας και ο Κώστας Μπίτης και στην έξοδο της διάβασης ο Γκούρας, ο Πανουργιάς και ο γιος του αρχηγού, ο Γιώργος Δυοβουνιώτης – στον οποίο οφείλουμε και περιγραφή της μάχης – ενώ 200 άνδρες υπό τον Παπαντρέα στάλθηκαν στη διάβαση της Φοντάνας.

Στις 22 Αυγούστου ο Μπεϊράν πασάς με δύο πασάδες – ο Χατζή Μπεκίρ είχε πεθάνει στη Λαμία- στρατοπέδευσε στην Πλατανιά. Την επομένη έστειλε ένα σώμα από 300 πεζούς στη Φοντάνα και 200 ιππείς στα Βασιλικά για ανίχνευση. Οι ιππείς μη συναντώντας κάποια αντίσταση προχώρησαν στο εσωτερικό της διάβασης και τότε οι κρυμμένοι μέσα στο δάσος Έλληνες τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και τους αποδεκάτισαν. Ανάλογη τύχη είχαν και οι Τούρκοι πεζοί στη Φοντάνα. Την ίδια μέρα έφθασε και ο οπλαρχηγός του Οδυσσέα Γιάννης Ρούκης με όσους άνδρες είχε.

Στις 26 Αυγούστου το πρωί ο Μπεϊράν πασάς, αφού άφησε φρουρά στην Πλατανιά για τη φύλαξη των αποσκευών, ξεκίνησε με όλο το στρατό του για να ανοίξει τα στενά. Οι Τούρκοι, μόλις έφθασαν στην είσοδο των στενών, άρχισαν τους κανονιοβολισμούς και ύστερα έπεσαν πάνω στους άνδρες του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, τους οποίους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν, όπως και τις δυνάμεις του Γκούρα, που είχε προστρέξει σε βοήθεια. Ο Γκούρας και οι άλλοι οπλαρχηγοί οχυρώθηκαν σε ένα ερημοκλήσι και εκεί αντέταξαν άμυνα. Σε λίγο έφθασαν και 250 Λιβαδίτες με αρχηγούς τους Βασίλη ΜπούσγοΓιάννη Λάππα και Μήτρο Τριανταφυλλίνα, που έδωσαν νέα τροπή στη μάχη.

Με την κραυγή «Έφθασεν ο Οδυσσεύς», ο Γκούρας διέταξε γενική επίθεση, ενώ ο ίδιος μαζί με τον Ρούκη έκαναν κυκλωτικό ελιγμό και βρέθηκαν στα νώτα του εχθρού, ο οποίος, όμως, είχε προσβληθεί και από τους άνδρες του Δυοβουνιώτη, που ενέδρευαν στο δάσος, αλλά και από τις δυνάμεις του Παπαντρέα, που είχαν σπεύσει από τη Φοντάνα.

Η μάχη ήταν σφοδρή και, επειδή η τοποθεσία ήταν στενή και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν οι πεζοί ούτε και να δράσει το ιππικό του Μπεϊράν πασά, οι Τούρκοι πανικοβλήθηκαν και βαλλόμενοι από όλες ης πλευρές υπέστησαν βαριές απώλειες. Το μέγεθος της καταστροφής δίνεται από τον Δημήτριο Αινιάν με την ακόλουθη περιγραφή:

 

«Εις την κοιλάδα των Βασιλικών είχεν ήδη μετακομισθή το μεγαλύτερον μέρος των αμαξών και όλα σχεδόν τα φορτηγά, και όταν ωπισθοδρόμουν οι Τούρκοι, ενέπιπτον εις αυτά, και εγίνετο τοσούτος θόρυβος και σύγκρουσις, ώστε ουδ’ οι πολεμούντες δεν εφρόντιζον πλέον περί ενός γενικού σχεδίου υπερασπίσεως, αλλ’ όλοι εστράφησαν εις φυγήν προσπαθούντες ποίος ποίον να προλάβη διά να σωθή ώστε οι Έλληνες ηκολούθουν καταδιώκοντες και φονεύοντες χωρίς αντίστασιν, έως ού ευγήκαν οι Τούρκοι από τα στενά, αφήσαντες εις την εξουσίαν των Ελλήνων όλας τας τροφάς, τα πολεμοφόδια, τα πυροβόλα και δύο περίπου χιλιάδας φορτηγά».

 

Από τους 8.000 Τούρκους σκοτώθηκαν πάνω από το ένα τρίτο, μεταξύ των οποίων και ο Μεμίς πασάς από τον ίδιο τον Γκούρα και ο γιος του Μπεϊράν πασά, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός αυτών που αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μικρές, περίπου 50 νεκροί και τραυματίες, ενώ τα λάφυρα που αποκόμισαν ήταν άφθονα, ανάμεσα τους και 800 άλογα, 2 κανόνια και 18 σημαίες. Ο Μπεϊράν πασάς αποσύρθηκε πανικόβλητος στη Λαμία και άφησε στο στρατόπεδο του στην Πλατανιά βοδάμαξες, σκηνές και πολεμοφόδια, που πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων.

Η ήττα στα Βασιλικά σήμανε και το τέλος της σταδιοδρομίας του (κατ’ άλλους αυτοκτόνησε και κατ’ άλλους εκτελέστηκε με διαταγή του σουλτάνου). Η μάχη στα Βασιλικά ήταν η σημαντικότερη που δόθηκε στην Ανατολική Στερεά από την έναρξη του Αγώνα. Συνετρίβη μία πολύ ισχυρή επίλεκτη τουρκική δύναμη. Δεν ενώθηκαν οι δυνάμεις του Μπεϊράν πασά με του Ομέρ Βρυώνη, που αποχώρησαν και οι δύο στη Λαμία, και έτσι κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Στερεάς οι δυνάμεις των επαναστατών. Απομακρύνθηκε επίσης ο κίνδυνος συντριβής της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες να απελευθερώσουν την Τρίπολη.

Αικατερίνη Φλεριανού

Ιστορικός  

Υ.Γ. Η ανωτέρω ιστορική αναφορά είναι της Ιστορικού Αικατερίνης Φλεριανού και αναρτήθηκε στην Αργολική Αρχειακή Βιβιλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.