Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Λευκός Πύργος

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι ένας οχυρωματικός πύργος του 15ου αιώνα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενιτσάρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Είναι ένα από πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει 6 ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.
Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου.
Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς/Kelemeriye Kal’asi και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενίτσαρων το 1826 αποκτά το όνομα Kanli-Kule, δηλαδή Πύργος του Αίματος λόγω των σφαγών των Γενιτσάρων. Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων και τόπο βασανιστηρίων, τα οποία συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Το σύγχρονο όνομά του το πήρε όταν ένας εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρειKanli-Kule , ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blancaπου υιοθετούν και οι τούρκοι ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος.
Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο και τον Πύργο Τριγωνίου). Ο τελευταίος χρονολογείται τον 16ο αιώνα.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (που σώζεται και σήμερα), με το θαλάσσιο (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1867). Παλιότερα πιστευόταν πως ήταν έργο τωνΒενετών αλλά αυτό έχει πια απορριφθεί από τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Κατά μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείται περί το 1450-1470, λίγο μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα δείγματα οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της το πυροβολικό
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως αρχιτέκτονας του Πύργου ήταν ο φημισμένος Μιμάρ Σινάν, βάσει της ομοιότητας με ανάλογο πύργο στη Valona (Αυλώνα) της Αλβανίας ο οποίος κτίστηκε τη δεκαετία του 1530. Χρονολόγηση κορμών ξύλου που χρησιμοποιήθηκαν στο Λευκό Πύργο έδειξε ότι κόπηκαν το έτος 1535 αλλά υπάρχει η πιθανότητα οι κορμοί να χρησιμοποιήθηκαν σε εκτεταμένη επισκευή του μνημείου. Όλα αυτά καταδείχνουν τις δυσκολίες στη χρονολόγηση μνημείων της οθωμανικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Αναγέννησης
Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλός οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αι. Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον Πύργο από τη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.

Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912), το μνημείο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και έως το 1983 φιλοξένησε την αεράμυνα της πόλης, το εργαστήριο Μετεωρολογίας του Πανεπιστημίου και συστήματα Ναυτοπροσκόπων.
Από το 1983 έως το 1985 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντήρησε και αναστήλωσε το μνημείο και το διαμόρφωσε σε εκθεσιακό χώρο. Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο».
Το 2002 παρουσιάστηκε έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες».
Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης.
Είναι κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μ. και διάμετρο 22,7 μ. Έχει έξι ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο. Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα διαμέτρου 8,5 μ, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο 6ος όροφος έχει μόνο κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα του τοπίου γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη αφοδευτηρίων, τζακιών και καπναγωγών δείχνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Κωνσταντίνος Κανάρης


Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά γύρω στο 1793. Από μικρός δούλευε σε πλοία συγγενών του, κυρίως σ' αυτό του θείου του Μπουρέκα. Αρχικά το όνομά του ήταν "Κανάριος" και τελικά έγινε Κανάρης. Όταν πέθανε ο θείος του, στου οποίου το μικρό εμπορικό πλοίο εργαζόταν, ανέλαβε καπετάνιος του ο ίδιος σε ηλικία είκοσι ετών. Πήγε στην Οδησσό για πρώτη φορά το 1820. Ήξερε για τη Φιλική Εταιρεία αλλά δεν είχε γίνει μέλος της. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε η επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, γύρισε εσπευσμένα στα Ψαρά. Ήταν απ' τους πρώτους που κατατάχθηκαν στον στόλο των Ψαριανών όπου Ναύαρχος ήταν ο Ν. Αποστόλης. Ο Κανάρης έκανε επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια ενώ κατόπιν εντάχθηκε στα πυρπολικά. Η ανατίναξη στην Ερεσό ενός τουρκικού δικρότου τον παρακίνησε να κάνει ένα ανάλογο εγχείρημα.
Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίοαπό τις τρομερές τουρκικές σφαγές, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καπετάν Πασά Καρά Αλή, την επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Πιπίνου. Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι Τούρκοι, κάπου δυό χιλιάδες, γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές.
Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα, έκανε δε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας σημερινή ορολογία, θα λέγαμε ότι βοήθησε επικοινωνιακά πολύ την Επανάσταση. Τόσο μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων, ο Κανάρης πλέον ήταν ήρωας.
Η δράση του βεβαίως συνεχίσθηκε. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ τοποθετήθηκε νέος ναύαρχος στη θέση του Καρά Αλή. Τον Οκτώβριο του 1822 βγήκε με το στόλο του στο Αιγαίογια να ανεφοδιάσει τα τουρκικά φρούρια στην Πελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση στα νησιά. Αγκυροβόλησε στην Τένεδο. Αλλά στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Βρατσάνο, διείσδυσε ανάμεσα στον τουρκικό στόλο. Μηn μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, την καπουδάνα, πλησίασε την αντιναυαρχίδα Ριάλα-Γεμισσί και την πυρπόλησε. Έχασαν τη ζωή τους οκτακόσια μέλη του πληρώματος, Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου, στο Τσανάκ-Καλεσί, στα Δαρδανέλλια.

Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέτταστη Μυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα. Αλλά κι αυτός μέσα σ' αυτό το καθεστώς αναρχίας παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα, την εποχή που η Μπουμπουλίνα έχανε τη ζωή της στις Σπέτσες κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης.
Ο Κανάρης εισηγήθηκε στη Διοίκηση ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στηνΑλεξάνδρεια περίπου εξήντα μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία. Μ' αυτά προετοιμαζόταν το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα (ο οποίος στρατός χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην άλωση του Μεσολογγίου). Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη.
Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης κι ο Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά τουΜιαούλη, του Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.

Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που, με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό. Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό "Μέλισσα", κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ' το λιμάνι. Το πλήρωμα της "Μέλισσας" άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά. Ο πλοίαρχος Αργκύς, κυβερνήτης της "Μέλισσας" έγραψε στην έκθεσή του: "Εάν το πλοίον αυτό προσκολλάτε κατά κακήν μοίραν εις την φρεγάταν της πρωτοπορίας, η σύγχυσις ήθελε εμπέσει εις τον υπόλοιπον στόλον, τα δε άλλα δύο πυρπολικά ήθελον προσδράμει, προσβάλλοντα έτερα πλοία. Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων. Αλλ' η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε". Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία. Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες θεώρησαν την πράξη του Κανάρη πλήρη τόλμης και πατριωτισμού αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι δυσαρεστήθηκαν και την είδαν σαν αχαρακτήριστη πειρατική πράξη λόγω της χρήσης ξένης σημαίας υπό επισήμου καταδρομέως. Η αγγλόφιλη "Εφημερίς της Ύδρας", σε μια εποχή που υπήρχαν διαμάχες για το ζήτημα της βασιλικής υποψηφιότητας (κάθε μεγάλη δύναμη ήθελε ο νέος βασιλιάς των Ελλλήνων να προέρχεται από τον δικό της βασιλικό οίκο) κατηγόρησε τους Γάλλους επειδή ο φιλοτουρκισμός τους έγινε αιτία να ματαιωθεί ένα μεγάλο απελευθερωτικό εγχείρημα.

Η πολιτική σταδιοδρομία

Ο Κανάρης όμως φαίνεται ότι δεν τα είχε με τους Γάλλους καθώς έστειλε τον γιό του Θεμιστοκλή να εκπαιδευθεί στο Παρίσι υπό την επίβλεψη του εκεί Φιλελληνικού Κομιτάτου, το οποίο άλλωστε τον είχε προσκαλέσει. Το 1826 τοποθετήθηκε κυβερνήτης ενός καινούργιου πλοίου, της "Ελλάδας". Το 1827 ήταν πληρεξούσιος των Ψαρών στηΕθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θα τον διορίσει αρχικά φρούραρχο τηςΜονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που θα πολεμήσει τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τονΠετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος διέφυγε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο Κανάρης πήγε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο γ΄ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Κωλέττη. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνησηΑλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Το 1861δεν δέχτηκε τη σύνταξη που του παραχωρήθηκε, προκειμένου να μπορεί να υποστηρίζει τις ολοένα και πιο προοδευτικές θέσεις που έπαιρνε.
Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση.
Μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος της υπό τον Βούλγαρητριανδρίας (μαζί και με τον Ρούφο) που σχημάτισαν επαναστατική κυβέρνηση και πήγε, επικεφαλής επιτροπής, στη Δανία για να προσφέρει τον θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Κατόπιν το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην Κυψέλη, συνέρρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 ετέθη επικεφαλήςοικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε οΡωσοτουρκικός πόλεμος.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 πέθανε, όντας εν ενεργεία πρωθυπουργός. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του Α' Νεκροταφείου.
Είχε παντρευτεί την Δέσποινα Μανιάτη. Παιδιά τους ήταν:
  • ο Νικόλαος (γεννήθηκε το 1818, στάλθηκε με ειδική αποστολή στη Βηρυττό, σκοτώθηκε το 1848),
  • ο Θεμιστοκλής (γεννήθηκε το 1819, στάλθηκε στην Αίγυπτο με ειδική αποστολή, σκοτώθηκε το 1851),
  • ο Θρασύβουλος (γεννήθηκε το1820, κατατάχθηκε στο Ναυτικό, έγινε ναύαρχος, πέθανε το 1898),
  • ο Μιλτιάδης (γεννήθηκε το 1822, κατατάχθηκε στο Ναυτικό όπου διακρίθηκε, έγινε ναύαρχος, έβγαινε πολλά χρόνια βουλευτής, έγινε τρεις φορές υπουργός Ναυτικών το 1864, το 1871 και το1878, πέθανε το 1899),
  • ο Λυκούργος (γεννήθηκε το 1826, σπούδασε νομικά, πέθανε το 1865),
  • η Μαρία (γεννήθηκε το 1828, παντρεύτηκε τον Α. Μπαλαμπάνο, πέθανε το 1847),
  • ο Αριστείδης (γεννήθηκε το 1831, ήταν αξιωματικός και σκοτώθηκε στις ταραχές του 1863 έξω από τον οικίσκο των ανακτόρων στην οδό Ηρώδου του Αττικού).

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Δημοσθένης

 
Ο Δημοσθένης ήταν ρήτορας δημαγωγός που αναδείχθηκε πολιτικός και στρατηγός της αρχαίας Αθήνας.
Θεωρείται ο περιφημότερος ρήτορας της αρχαιότηταςκαι όλων των εποχών, μαθητής του Ισοκράτη και τουΙσαίου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 384 και πέθανε αυτοκτονώντας το 322 π.Χ.. Τον πατέρα του, που είχε το επάγγελμα του μαχαιροποιού, τον έλεγαν Δημοσθένη και τη μητέρα του Κλεόβουλη. Το όνομά του ήταν «Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς». Από μικρός δοκίμασε την πίκρα της ζωής, γιατί, χάνοντας τον πατέρα του, οι κηδεμόνες του καταχράστηκαν την πατρική του περιουσία (ένας από αυτούς ήταν ο Δημοφών).
Έτσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ρητορική για να μπορέσει ο ίδιος να πολεμήσει για το κλεμμένο του δίκιο. Αν και κατάφερε να κερδίσει τη δίκη, δεν μπόρεσε να πάρει την περιουσία του και αναγκάστηκε, για να ζήσει, να γράφει λόγους και να πληρώνεται. Στην εκκλησία του δήμου που προσπάθησε δυο φορές να μιλήσει δεν τα κατάφερε, γιατί τον εμπόδιζαν η νευρικότητά του και η δυσκολία να προφέρει το λ και το ρ. Τον πλήγωσε αυτή η ταπείνωση, τόσο, που αποφάσισε να λυτρωθεί από τα ελαττώματά του. Ο βάταλος - τσεβδός - όπως τον έλεγε η παραμάνα του, με την πίστη και την επιμονή του, πότε ανεβαίνοντας στοΛυκαβηττό και πότε κατεβαίνοντας στο Φάληρο, με την απαγγελία που έκανε σε διάφορους λόγους, μπόρεσε να νικήσει τις δυσκολίες στην άρθρωση, την κάποια του δειλία και να πετύχει την κυριαρχία στις κινήσεις του. Ήταν πια σε θέση να παρουσιαστεί στην εκκλησία του δήμου και να μιλήσει.
Οι τέσσερις φιλιππικοί λόγοι του και οι τρεις ολυνθιακοί τον καταξίωσαν στους Αθηναίους και τον έκαναν αθάνατο δημαγωγό που παρέσυρε τελικά την Αθήνα στη καταστροφή. Τους φλογερούς του λόγους τους δούλευε κοπιαστικά ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Για την επιμέλειά του αυτή ο ρητοροδιδάσκαλος Κοϊντιλιανός θα πει: «Τόση δύναμη υπάρχει σ' αυτόν, τόσο πυκνά είναι όλα, τόσο γεμάτα από εσωτερική ένταση, τόσο φροντισμένα, τέτοια πειθαρχία υπάρχει στο λόγο, που δεν μπορείς ν' ανακαλύψεις κάτι που να λείπει, που να είναι περιττό». Με τους απαράμιλλους λόγους του κατόρθωσε να παρασύρει τους Αθηναίους να πολεμήσουν εναντίον του Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, αν και στον πόλεμο αυτό πολέμησε κι ο ίδιος στη Χαιρώνεια ως απλός στρατιώτης. Έπειτα από το θάνατο του Φιλίππου, ο Δημοσθένης εξακολούθησε τον αγώνα του και εναντίον του Αλεξάνδρου, χωρίς όμως να πετύχει τίποτα.
Το 324 π.Χ. φεύγει εξόριστος από την Αθήνα, γιατί αποδείχθηκε ότι είχε δωροδοκηθεί, με "άρπαλα χρήματα" στην πρόθεση να βοηθήσει τον μεγαλύτερο καταχραστή της αρχαιότητας, του στρατηγού Αλεξάνδρου, τον Άρπαλο να δραπετεύσει. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι, εκ του ασφαλούς, με ψήφισμά τους τον ανακάλεσαν πανηγυρικά από την εξορία, η ελευθερία του όμως αυτή δεν κράτησε για πολύ, γιατί αναγκάστηκε ξανά να φύγει ύστερα από την εμπλοκή του στην αποτυχημένη επανάσταση που έγινε τότε κατά των Μακεδόνων. Οι στρατιώτες του Αντίπατρου τον κυνήγησαν και τον βρήκαν στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαβρία, το πίσω ορεινό τμήμα του Πόρου. Για να μην τον πιάσουν, ήπιε δηλητήριο και πέθανε στις 12 Οκτωβρίου του 322 π.Χ.
Ύστερα από 42 χρόνια καθώς λέει ο Πλούταρχος, ο δήμος των Αθηναίων, (η Αθηναϊκή Δημοκρατία), θυμήθηκε να τον τιμήσει όπως του άξιζε, στήνοντας χάλκινο ανδριάντα και ψηφίζοντας να τρέφεται στο πρυτανείο κάθε φορά ο μεγαλύτερος εν ζωή των απογόνων του. Στη βάση του ανδριάντα του χαράχτηκε το περίφημο επίγραμμα: «Αν, Δημοσθένη, είχες δύναμη τόση, όσο νου, τότε δε θα σκύβανε ποτέ σε Μακεδόνων σπαθί οι Έλληνες», που χαρακτηρίζει και το μίσος που συνέχιζαν να διατηρούν οι Αηναίοι προς τους Μακρδόνες.
Τα τεχνικά μέτρα που εφάρμοσε ο Δημοσθένης είναι ίδια με του Ισοκράτη, το αποτέλεσμα όμως που γύρευε ήταν αντίθετο από εκείνου. Όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι στη ρητορική το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, απαντούσε πάντα έτσι: «η ηθοποιία». Έγραψε περίπου 60 λόγους, 42 δικανικούς, 17 πολιτικούς, 1 πανηγυρικό, καθώς και διάφορες επιστολές. Σώθηκαν 56 προοίμια λόγων και 9 λόγοι χάθηκαν. Τα έργα του κυκλοφόρησαν σε πολλές εκδόσεις και σε διάφορες χώρες.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Αγία Θεοδώρα της Βάστας και η Εκκλησία με τα 17 δέντρα στη στέγη

Η νεαρή Θεοδώρα ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι μιας φτωχής και πολύ θρήσκας οικογένειας με πατέρα ηλικιωμένο και άρρωστο και ζούσε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, τη Βάστα, λίγο έξω από τη Μεγαλόπολη. Το χρηματικό ποσό που απαιτείτο για την πληρωμή μισθοφόρου ήταν πολύ μεγάλο για τις δυνατότητες της οικογένειάς της και ο πατέρας της ανήμπορος να πάρει μέρος σε μάχη. Έτσι η Θεοδώρα σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να υποδυθεί τον άντρα και να συμμετέχει η ίδια στο στρατό του χωριού της.
Μια νεαρή κοπέλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του νεαρού στρατιώτη κι έτσι τον ερωτεύθηκε. Η Θεοδώρα δεν ήθελε να προδώσει το μυστικό της γιατί αυτό θα εξέθετε όλη την οικογένειά της.

Η συνεχής άρνηση της Θεοδώρας οδήγησε τη νεαρή κοπέλα να δηλώσει ότι η Θεοδώρα ήταν εκείνος που την άφησε έγκυο και θα έπρεπε να την παντρευτεί. Η άρνηση της Θεοδώρας, η οποία δεν ήθελε να αποκαλύψει το μυστικό της, στο συγκεκριμένο γάμο, δεν επέτρεπε παρά την καταδίκη της σε θάνατο λόγω ατίμωσης της νεαρής κοπέλας. Έτσι κι έγινε. Οδηγήθηκε έξω από το χωριό και εκτελέστηκε.
Καθώς ξεψυχούσε, είπε: «Κάνε, Κύριε, τα χρόνια μου να γίνουν δέντρα και το αίμα μου νερό να τα ποτίζει». και ξαφνικά, ένα ρυάκι σχηματίστηκε με ορμητικό νερό…
Μερικούς αιώνες αργότερα, γύρω στον 12ο αιώνα, στο σημείο αυτό φτιάχτηκε ένα εκκλησάκι εις μνήμη της Αγίας Θεοδώρας όπου μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν τα λείψανά της. Με την ολοκλήρωση του ναϊδρίου αυτού, φύτρωσαν 17 δέντρα στη στέγη του όσα και τα χρόνια της Θεοδώρας όταν θανατώθηκε και έτσι ολοκληρώθηκε ο θρύλος της Αγίας Θεοδώρας.
Ο ναός της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί μοναδικό φαινόμενο και είναι από τα πιο δημοφιλή και αξιόλογα αξιοθέατα της Αρκαδίας. Η εκκλησία κτίστηκε μεταξύ του 1050-1100 προς τιμήν της οσιομάρτυρος Θεοδώρας. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Βάστα της Μεγαλόπολης σε μια κατάφυτη ειδυλλιακή ρεματιά με πυκνό δάσος από θεόρατες βελανιδιές. Η οδική πρόσβαση γίνεται από το Ίσαρι μετά από μια πανέμορφη κατηφορική διαδρομή. Η μνήμη της Οσιοπαρθενομάρτυρος Θεοδώρας από αμνημονεύτων ετών και μέχρι του έτους 1952 εορταζόταν κάθε Λαμπροτρίτη για λόγους που δεν διέσωσε η παράδοση ως τοπική Αγία και πανηγύριζε ο φερώνυμος ιερός ναΐσκος της. Έκτοτε καθιερώθηκε να εορτάζεται την ίδια μέρα, που η εκκλησία μας τιμά και την μνήμη της Οσίας Θεοδώρας της εξ Αλεξάνδρειας.
Θαυμαστό ναΐδριο τιτλοφορείται από το βιβλίο Ρεκόρ Γκίνες ο ναός της Αγίας Θεοδώρας στο χωριό Βάστα Μεγαλόπολης Αρκαδίας.
"...Το κτισμα με πρωτη ματια ειναι ετοιμορροπο, λες οτι απο στιγμη σε στιγμη θα καταρευσει και απορεις πως ακομη δεν εχει παρασυρθει απο τα υδατινα ρευματα στη συνδρομη των οποιων βρισκεται. Στην στεγη του φυονται δεκα επτα (17) ολοζωντανα με κορμους ποικιλλης διαμετρου δεντρα των οποιων το υψος επισης ποικιλλει και φθανει πολλες φορες και τα 18 μετρα! Το παραξενο στην ολη κατασταση ειναι οτι τα δεντρα αυτα τα πανυψηλα ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΡΙΖΕΣ!!! Φαινονται οτι στην κυριολεξια υπτανται!! Απο ερευνες που εχουν γινει με ακτινες Χ στους τοιχους του κτισματος δεν εχουν δειξει καθολου ριζες. Αν καποιος βαλει το χερι του κατω απο τη βαση ενος απο τα δεντρα το χερι του βγαινει απο την αλλη μερια....
...Τον χειμωνα στη κοιλαδα πνεουν ισχυροι ανεμοι που κανονικα θα επρεπε να εχουν παρασυρει τα δεντρα και μαζι το εκκλησακι που τα στηριζει, αλλα αυτο δεν εχει συμβει μεχρι στιγμης....



Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Νικηφόρος Λύτρας

Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 –Αθήνα 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα τρία τέταρτα του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης.
Ο Νικηφόρος Λύτρας ήταν γιος ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, ο οποίος περιπλανήθηκε σ' όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίωναναζητώντας την τύχη και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Ο πατέρας μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία, κι ο Νικηφόρος Λύτρας από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν.
Το 1850, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών πήγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Στο Σχολείο των Τεχνών, σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γερμανόδιευθυντή της Σχολής, Λουδοβίκο Θείρσιο (Λούντβιχ Τίερς ή Ludwig Thiersch), τους αδερφούς Μαργαρίτη και τον Ιταλό Ραφφαέλο Τσεκκόλι (Raffaelo Ceccoli). Ο Θείρσιος συγκινημένος από το πρώιμο φούντωμα της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας του Νικηφόρου Λύτρα, τον πήρε από την ιδιαίτερη και πατρική προστασία του και τον καθοδήγησε με επιτυχία στο δρόμο της μεγάλης καριέρας. Με την αποφοίτησή του, το 1856, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέλαβε να διδάξει το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1860, με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών και έτσι βρέθηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Την εποχή εκείνη, στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας ζωντάνευε ξανά ο αθηναϊκός 5ος αιώνας π.Χ.. Η τέχνη, που είχε πηγή τον αρχαίο κλασικισμό, βρισκόταν στην ακμή της. Μέσα σ' αυτή τη Σχολή και με δάσκαλό του τον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), ο οποίος ήταν βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία, ο Νικηφόρος Λύτρας έριξε στερεές ρίζες για την κατοπινή του εξέλιξη.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών, στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο. Το 1873, παρέα με τον Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, όπου επλούτισε το ταλέντο του με ισχυρές και φωτεινές εντυπώσεις και με το ρυθμό ενός άλλου κόσμου. Εκεί προσπάθησε να γνωρίσει την επίδραση που είχε η Ανατολή πάνω στον κλασικισμό, ώστε να μπορέσει να μελετήσει το βυζαντινό ρυθμό που γεννήθηκε από την ένωση του κλασικισμού με την αραβική τέχνη. Τον επόμενο χρόνο (1874) πήγε πάλι στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τονΑπρίλιο του 1875. Τον Σεπτέμβριο του 1876, μαζί με τον Γύζη, αναχώρησε και πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι. Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο και τον χειμώνα του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι παιδιά τους, ο Αντώνιος. Ακολουθούν τέσσερις ακόμα γιοι — ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος — και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Ο γιος του Νικόλαος έγινε κι αυτός ζωγράφος με πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο.Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρόνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Ο Λύτρας δούλεψε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Οι ανεξάντλητοι θησαυροί της ψυχής του, η ευαισθησία και η ευρύτητα της καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασίας, έκαναν γόνιμη τη διδασκαλία του και τα αποτελέσματά της λαμπρά, δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν μαθητές του. Κοντά του μαθήτεψαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων οΓεώργιος Ιακωβίδης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος.
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφείλονταν σε δηλητηρίαση από χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης.
Στο πλούσιο και απέραντο έργο του Νικηφόρου Λύτρα, από τα πρώτα παιδικά σχεδιαγράμματά του μέχρι τον τελευταίο του πίνακα, βλέπει κανείς μια διαρκή εξέλιξη. Συνεχώς ανεβαίνει, προσπαθώντας να φτάσει στην ιδανική τελειότητα. Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό τηςΗ Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις τουΠαρισιού (1855186718781889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης(1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήναςφιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι. Στην πραγματικότητα, όμως, οι βιοτικές ανάγκες ήταν που υποχρέωσαν τον Νικηφόρο Λύτρα να ζωγραφίζει προσωπογραφίες εξεχόντων προσώπων. Έτσι, μολονότι είναι αριστουργηματικές, δεν ήταν αυτές στις οποίες ο Λύτρας έκλεινε μέσα τη ψυχή του.
Η καλλιτεχνική δύναμη του Νικηφόρου Λύτρα βρίσκεται μέσα στους ηθογραφικούς του πίνακες, στις εκπληκτικές εκείνες συνθέσεις, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και τη φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι. Τα γραφικά έθιμα και τα στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά έργα του: Ψαριανό μοιρολόιΠαιδί που στρίβει τσιγάροΗ αναμονήΟ κακός έγγονοςΗ κλεμμένη, το Μετά την πειρατείανΗ αρραβωνιασμένηΤο λιβάνισμα,Η ορφανήΤα άνθη του επιταφίουΟ όρθροςΟ γαλατάςΤο φίλημαΤο αυγό του ΠάσχαΟ μάγκας και κυρίως Τα κάλαντα αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Λύτρα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής. Τα έργα των τελευταίων του χρόνων διαπνέονται από την μελαγχολία των γηρατειών, από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου. Προς το τέλος της ζωής του, ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών.
Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε.
Το 1903 παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Το 1909 — μετά τον θάνατό του — έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886» στην γκαλερί Heinemann του Μονάχου. Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με 186 έργα του.

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Κυρά της Ρώ (Δέσποινα Αχλαδιώτη)

Η Κυρά της Ρω που το πραγματικό της όνομα ήταν Δέσποινα Αχλαδιώτη, υπήρξε μέλος της Αντίστασης κατά την περίοδο της κατοχής και επί 40 χρόνια (από το 1943 ως το θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρωκάθε πρωί και τη κατέβαζε με τη Δύση του ήλιου. Στη Ρω είχε εγκατασταθεί με τον άντρα της και την τυφλή μητέρα της από το 1924.
Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982.[1]Η κηδεία της έγινε με τιμές δημοσία δαπάνη στο Καστελλόριζο, παρουσία του τότε υφυπουργού Άμυνας Αντώνη Δροσογιάννη, και η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.Το 1927, εγκαταστάθηκαν στη Ρω μόνιμα ο Κώστας και η Δέσποινα Αχλαδιώτου για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, εντελώς μόνοι τους μέχρι το 1940. Τη χρονιά εκείνη όμως αρρώστησε βαριά ο Κώστας Αχλαδιώτης. Η φωτιά που άναψε η γυναίκα του για να ειδοποιήσει με σινιάλα καπνού τους κατοίκους του Καστελλόριζου και τους παραπλέοντες ψαράδες δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτή. Ο σύζυγός της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια ψαρόβαρκα που τον είχε παραλάβει καθυστερημένα για να τον μεταφέρει στο γιατρό του Καστελόριζου.
Η κυρά της Ρω φρόντισε μόνη της για την ταφή του συντρόφου της. Έπειτα, γύρισε πάλι στη Ρω, αυτή τη φορά με τη γριά μητέρα της, όπου πέρασε τα χρόνια της κατοχής. Εκεί θα προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου. Με "δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά", όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το1943, ερήμωσε σχεδόν από τους κατοίκους του, εκ των οποίων οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν στο δρόμο της προσφυγιάς.
Μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, τα Δωδεκάνησα και μαζί μ' αυτά και το Καστελόριζο και όλες οι παρακείμενες νησίδες και βραχονησίδες, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, περιήλθαν στην Ελλάδα. Η μοίρα της Ρω ήταν λοιπόν αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ' αυτή του Καστελόριζου.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, για πρώτη φορά Ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Παύλος Κουντουριώτης», κατέπλευσε στο Καστελόριζο, όπου βομβαρδίστηκε μέχρι τις 19 Νοεμβρίου 1943 από Γερμανικά στούκας. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν πάλι να φύγουν με συμμαχικά πλοία είτε προς Κύπρο είτε προς τις μικρασιατικές ακτές. Ωστόσο, η Κυρά της Ρω παρέμεινε στο νησί να υψώνει κάθε πρωί την Ελληνική σημαία, προσφέροντας τη βοήθεια της σε Ιερολοχίτες που βρήκαν καταφύγιο εκεί. Με τη λήξη του πολέμου, ορισμένοι κάτοικοι επέστρεψαν στο Καστελόριζο κατά ομάδες.
Οι περιπέτειες για την Κυρά της Ρω δεν τελείωσαν με την απελευθέρωση. Τον Αύγουστο του 1975, ο Τούρκος δημοσιογράφος Ομάρ Κασάρ και δύο ακόμα άτομα, παρακολουθώντας τη Ρω και εκμεταλλευόμενοι την ολιγοήμερη απουσία της Δέσποινας Αχλαδιώτου για λόγους υγείας, αποβιβάστηκαν εκεί και τοποθέτησαν πάνω σ' ένα κοντάρι 4 μέτρων τη σημαία τους. Η Κυρά της Ρω την κατέβασε αμέσως, όταν γύρισε. Στις 1 Σεπτεμβρίου 1975, κατάπλευσε στο Καστελόριζο το ανθυποβρυχιακό σκάφος "Γ. Πεζόπουλος" για συμπαράσταση στην κυρά της Ρω. Όμως δεύτερη τουρκική σημαία τοποθετήθηκε αυτή τη φορά στη νήσο Στρογγυλήαπέναντι στα νότια του Καστελόριζου.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Πηνελόπη Δέλτα

Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, το γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννηση της Πηνελόπης ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, ο Κωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία 2 χρόνων), ο Αλέξανδρος και η Αργίνη.
Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν μπορεί να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η Δέλτα μετακόμισε στη Φρανκφούρτη το 1906 και το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Για την Πατρίδα", εκδόθηκε το 1909. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο μυθιστόρημά της, "Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου". Το στρατιωτικό κίνημα στοΓουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το "Παραμύθι χωρίς όνομα" (1911).
Το 1913, η οικογένεια Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το 1916εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεχθεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στηνΚηφισιά. Το 1925, εκδίδεται "Η ζωή του Χριστού", ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολυομυελίτιδας, αρρώστιας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το θάνατό της. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το 1939. Το πρώτο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη 1914-1920.
Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο "Τρελαντώνης" (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες του αδερφού της, όταν όλα τα αδέρφια ήρθαν από την Αίγυπτο να περάσουν το καλοκαίρι με τη θεία τους (σε ένα σπίτι του Τσίλερ) στον Πειραιά, ο "Μάγκας" (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και τα "Μυστικά του Βάλτου" (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια τουΜακεδονικού Αγώνα.
Το 1941, ο Φίλιππος Δραγούμης, εμπιστεύεται στη Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη. Στις 27 Απριλίου1941, ημέρα όπου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί παίρνοντας δηλητήριο -είχαν προηγηθεί και άλλες απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Πέθανε στις 2 Μαΐου[1]. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.

Έργα της Πηνελόπης Δέλτα

  • Για την Πατρίδα (1909)
  • Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911)
  • Παραμύθι χωρίς όνομα (1911)
  • Παραμύθια και άλλα (1915)
  • Η ζωή του Χριστού (1925)
  • Ο Τρελαντώνης (1932)
  • Ο Μάγκας (1937)
  • Τα μυστικά του βάλτου (1937)
  • Ρωμιοπούλες (1939)
  • Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος : ημερολόγιο, αναμνήσεις, μαρτυρίες, αλληλογραφία (1978)

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Πλοία Liberty


Με τον διεθνή όρο Λίμπερτυ (liberty) =ελευθερία, χαρακτηρίστηκε ειδικός τύπος φορτηγού πλοίου εκτοπίσματος περίπου 10.500 τον.d.w. που ναυπηγήθηκε στην Αμερική (ΗΠΑ) σε πολύ μεγάλο αριθμό κατά τη διάρκεια του Β΄ Π.Π. και που παρέμεινε σε ενεργό υπηρεσία πολλά χρόνια μετά από αυτόν, κυρίως για μεταφορές ομοειδών φορτίων.
Μετά τη λήξη του πολέμου αυτού, 100 τέτοια πλοία "λίμπερτυ" παραχωρήθηκαν δανεικά από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα, σε Έλληνες πλοιοκτήτες, με τα οποία ξεκίνησε, μετά τον πόλεμο, την ανοδική πορεία της η Ελληνική ναυτιλία.
     Το 1939 καθελκύστηκε στα ναυπηγεία "J.L. Thomson and Son" του Σάντερλαντ της Αγγλίας, σε σχέδια του Προέδρου του ναυπηγείου R.C. Thomson ένας πρωτοποριακός, τότε, ναυπηγικός τύπος πλοίου εκτοπίσματος 10.000 τόν. d.w. και ολικής χωρητικότητας 5.300 περίπου κόρων , ατμοκίνητο, με υπερυψωμένο μεσόστεγο και χαμηλά το πρόστεγο και το επίστεγο, ισχύος παλινδρομικής μηχανής 2.500 ΗΡ που του έδινε ταχύτητα, πλήρους φόρτου, 10 κόμβους και που ονομάσθηκε "Doringhton Court".
Ο ναυπηγικός αυτός πρωτοποριακός τύπος με τα δύο πρωραία ενιαία κύτη (αμπάρια) και ένα πρυμναίο έμελλε να διαδραματίσει τον σημαντικότερο ρόλο εμπορικού πλοίου στη διάρκεια του επερχόμενου πολέμου.
 Όμως από την έναρξη του πολέμου και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940, πριν ακόμα η Ελλάδα μπει στον πόλεμο, η Αγγλία είχε χάσει 150 περίπου φορτηγά πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου συνολικής αυτών χωρητικότητας 800.000 κόρων. Έτσι η αναζήτηση και ναυπήγηση φορτηγών πλοίων έπρεπε να γίνει "με κάθε θυσία" το ταχύτερο δυνατόν ώστε όχι μόνο να καλυφθεί το κενό αλλά και η συχνότητα βύθισης τους από τα γερμανικά υποβρύχια, που αλώνιζαν τις θάλασσες. Τέτοιες δυνατότητες ναυπήγησης δεν είχαν τα βρετανικά ναυπηγεία που ακόμη δεν προλάβαιναν τις επισκευές των πολεμικών πλοίων ή τις νέες ναυπηγήσεις ομοίων. Η διάσταση του προβλήματος αποκαλύπτεται στα λόγια του Ουίνστων Τσώρτσιλ μέσα στη Βουλή «Πρέπει ν΄ αποκλεισθεί κάθε ηλιθιότητα στο να χαθεί οποιαδήποτε ευκαιρία απόκτησης πλοίων».
Σ΄ εκείνη την κατάσταση το Βρετανικό Ναυαρχείο συγκρότησε ομάδα από τον υφυπουργό R.P. Powell, τον ναυπηγό R.C. Thomson, αρχιμηχανικό H. Hunter και δύο επιθεωρητές του Lloyd's Register (Βρετανικού Νηογνώμονα) με την εντολή να βρουν ναυπηγεία στις ΗΠΑ και Καναδά που να μπορούν ν΄ αναλάβουν παράδοση 60 πλοίων ετησίως, εκτοπίσματος 10.000 τον. ακριβώς του ναυπηγικού τύπου Τόμσον. Η επιτροπή αυτή στις 3 Οκτωβρίου 1940 φθάνει στην Αμερική και έρχεται σε επαφή με τον ναύαρχο E.S. Land, Πρόεδρο της Ναυτιλιακής Επιτροπής που επόπτευε τις αμερικανικές ναυπηγήσεις. Υπ΄ όψη ότι τότε και η αμερικανική ναυπηγοβιομηχανία ήταν σε άσχημη κατάσταση, αφού από το 1922 μέχρι το 1937 (15ετία) είχαν ναυπηγηθεί μόνο 2 φορτηγά, κάποια δεξαμενόπλοια και 9 επιβατηγά-φορτηγά.
Παρά ταύτα επειδή η Ναυτιλιακή Επιτροπή προγραμματιζόταν σε μεγαλόπνοη σειρά ναυπηγήσεων νέας τεχνολογίας πλοίων, θεώρησε πως θα ήταν σπατάλη χρόνου και πολύτιμων πρώτων υλών η ναυπήγηση των ζητουμένων "τόσο βραδυκίνητων" πλοίων, της Επιτροπής Τόμσον, συνδυαζόμενο τούτο και με το γεγονός ότι ήδη όλα τα ναυπηγεία ήταν κατειλημμένα με νέες παραγγελίες πολεμικών πλοίων, το αίτημα απορρίφθηκε.
 Η Επιτροπή Τόμσον καταφεύγει στο Καναδά και καταφέρνει να εξασφαλίσει τη ναυπήγηση 25 μόνο πλοίων. Τελικά στις 1 Νοεμβρίου 1940 επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και σε νέα συνάντηση ο ναύαρχος Land και πάλι θα εισηγηθεί στη Ναυτιλιακή Επιτροπή: «Δεν μπορούμε να επιδείξουμε ενδιαφέρον γι΄ αυτόν τον ναυπηγικό τύπο που προτείνουν οι Βρετανοί, που προορίζεται μόνο για έκτακτες ανάγκες!».
Το αδιέξοδο εκείνο ανέλαβε να εκμεταλλευθεί ένα πανέξυπνος επιχειρηματίας ο Χένρυ Κάιζερ, τελείως άγνωστος μέχρι τότε στο ναυπηγικό κλάδο, που θαμπωμένος από τη μεγάλη βρετανική παραγγελία στις 20 Δεκεμβρίου 1940, χωρίς να έχει δικά του ναυπηγεία υπογράφει δύο ναυπηγικά συμβόλαια για παράδοση 60 πλοίων συνολικά. Είχε όμως προηγουμένως "κλείσει" όχι ναυπηγεία αλλά μεγάλα παραλιακά οικόπεδα που θα έφτιαχνε (!) ναυπηγεία.
Έτσι το πρώτο πλοίο του τύπου αυτού καθελκύστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1941 στην Καλιφόρνια με το όνομα "Ocean Vanguard" (=Ωκεάνια εμπροσθοφυλακή). Εβδομήντα όμως μέρες νωρίτερα στις 23 Αυγούστου 1941 στο ναυπηγείο Νόρθ Σαντς στο Σάντερλαντ της Αγγλίας καθελκύστηκε το πραγματικό πρωτότυπο του τύπου αυτού των πλοίων με το όνομα "Εμπάιρ Λίμπερτυ" (= Ελεύθερη Αυτοκρατορία) και που τελικά ήταν αυτό που έδωσε το διεθνές όνομα στο ομώνυμο ναυπηγικό τύπο.
Στο μεταξύ ήδη τα δεδομένα αρχίζουν να μεταβάλλονται ραγδαία. Οι ΗΠΑ εισέρχονται στο πόλεμο, η Ναυτιλιακή Επιτροπή αναγκάζεται ν΄ αναθεωρήσει τις αρχικές απόψεις της, οι αυξανόμενες ανάγκες εκ του πολέμου θα υποχρεώσουν και αυτόν τον ναύαρχο Land να διατάξει: «Αντιγράψτε τους Βρετανούς!», για ν΄ ακολουθήσει και η ραδιοφωνική ανακοίνωση ότι ο Πρόεδρος Ρούσβελτ ζήτησε και εγκρίθηκε η (αμερικανική πλέον) παραγγελία των 200 πλοίων τύπου EC-2.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 που ορίσθηκε ως "ημέρα στόλου της ελευθερίας" ("Liberty fleet day") ο Πρόεδρος Ρούσβελτ στο ραδιοφωνικό του διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό παρατηρεί: «εξ αντικειμένου έχει όψη φοβερή!» (δανειζόμενος για το Λίμπερτυ, στίχο του ελληνικού εθνικού Ύμνου προς την Ελευθερία). Σημειώνεται πάντως ότι πρώτος που ονόμασε τα πλοία "Liberty Ships" ήταν ο Αμερικανός ναύαρχος Land.
Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία δεν ταυτίσθηκαν οι έννοιες "ναυπήγηση" και παραγωγή". Ο ίδιος ο περιώνυμος Κάιζερ που έστηνε ναυπηγεία στα πιο απίθανα μέρη με απανωτές καθελκύσεις Λίμπερτυ ομολογούσε: «Εγώ δεν ναυπηγώ ούτε κατασκευάζω αλλά, παράγω πλοία»! Τα ναυπηγεία Oregon Shipbuilding Co. ολοκλήρωσαν τη ναυπήγηση του 1ου πλοίου σε 253 ημέρες, το 10ο σε 154 ημέρες, το 19ο σε 86 μέρες. Επίσης το ναυπηγείο του Ρίτσμοντ (Καλιφόρνια) σε 16 ημέρες! Συγκεκριμένα λέγεται πως η ναυπήγηση του Λίμπερτυ "Ρόμπερτ Πίρι", που αριθμούσε 250.000 μεταλλικά μέρη, συναρμολογήθηκε μέσα σε 4 μέρες και 15 ώρες!
Η φρενίτιδα ναυπήγησης των Λίμπερτυ γίνεται περισσότερο αντιληπτή αν σκεφθεί κανείς πως για τη ναυπήγηση ενός τέτοιου τύπου πλοίου απαιτούνταν: 3.400 τόνοι σκληρός χάλυβας (ατσάλι) μόνο για τον σκελετό και τα διαφράγματα, 2.750 τόνοι λαμαρίνες, 700 περίπου τόνοι διαμορφωμένα υλικά και 50.000 περίπου χυτά μέρη (τεμάχια).
Από δε τους απασχολούμενους στα ναυπηγεία σημειώθηκε πως ένας στους 200 είχε δει προηγουμένως ναυπηγείο και ακόμη, πως το 25% δεν είχε δει προηγουμένως θάλασσα!
Στις 20 Αυγούστου 1945, μόλις έξι ημέρες μετά την παράδοση της Ιαπωνίας στους Συμμάχους, η Ναυτιλιακή Επιτροπή ακύρωσε όλα τα συμβόλαια περαιτέρω ναυπήγησης Λίμπερτυ. Μέχρι εκείνη την ημέρα είχαν καθελκυστεί 2.710 αμερικανικά Λίμπερτυ που αν προστεθεούν και τα αρχικά 60 για λογαριαμό της Βρετανίας και τα 25 από τον Καναδά ο συνολικός αριθμός τους έφθασε τα 2795 πλοία.
Είναι γεγονός πως τα πλοία αυτά σήκωσαν όλο το βάρος των μεταφορών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα αργοκίνητα αυτά πλοία των 10 κόμβων ταχύτητας ήταν εκείνα που μετέφεραν εκατομμύρια τόνους πυρομαχικά, εφόδια υλικά, άρματα, τρόφιμα, πετρέλαια και κάρβουνο, ατμομηχανές, στρατιωτικά οχήματα, ζώα και ζωοτροφές, φαρμακευτικό υλικό και πάσης φύσεως ειδών μέριμνας σε όλα τα μέτωπα του πολέμου από τη Βόρεια θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο. Κάποια επίσης απ΄ αυτά με το περιορισμένο πολεμικό εξοπλισμό τους (πρωραία και πρυμναία πυροβόλα) κατάφεραν και κατέρριψαν γερμανικά αεροσκάφη και με βομβες βυθού βύθισαν και υποβρύχια ενώ κάποια άλλα μετέφεραν αιχμαλώτους.
Όταν η παραζάλη του πολέμου τελείωσε επιδόθηκαν σε λαμπρότερες ειρηνικές αποστολές, τον εφοδιασμό των καταστρεμένων περιοχών. Σε πολύ σύντομο διάστημα η γνώριμη πλέον σιλουέτα τους φιγουράριζε σε όλους σχεδόν τους λιμένες του κόσμου. Ήταν η εποχή που βλέποντάς τα πρώτοι οι Έλληνες άνεργοι ναυτικοί να περνούν κάποια εξ αυτών σε ελληνικά χέρια, αντί Λίμπερτυ τ΄ αποκάλεσαν ευλογημένα πλοία.
Γιατί ακριβώς μ΄ αυτά αναγεννήθηκε στην κυριολεξία (μεταπολεμικά) η Ελληνική Ναυτιλία.
Κατά τη διάρκεια της ναυπήγησης και ενεργοποίησης των πλοίων Λίμπερτυ δεν έλειψαν και άλλοι χαρακτηρισμοί των πλοίων αυτών τόσο από εφημερίδες όσο κυρίως από τη γερμανική προπαγάνδα.
  • Στην αρχή το περιοδικό "ΤΙΜΕ" τα αποκάλεσε "ugly ducklings" (=ασχημοπαπιά).
  • Η Βρετανική εφημερίδα "Daily mirror" τα χαρακτήρισε "Sea Scows" (=φορτηγίδες ωκεανού -ανοικτής θάλασσας) προσθέτοντας ότι αυτά θα μεταφέρουν τα "μέσα" (the tools) υπονοώντας το βρετανικό σύνθημα της εποχής "δώστε μας τα μέσα κι εμείς θα τελειώσουμε τη δουλειά"! ("give us the tools and we will finish the job"!).
  • Η γερμανική προπαγάνδα παρουσίαζε σε φυλλάδια κάτω από αναδυόμενο περισκόπιο στην επιφάνεια της θάλασσας τη φράση: "Η προθεσμία είναι προθεσμία"! Μια άλλη επίσης αφίσα παρουσίαζε για την ταχύτητα ναυπήγησης ένα Λίμπερτυ περασμένο σε άξονα όπως σουβλίζουν οι Έλληνες το αρνί να περιστρέφεται και οι εργάτες σε μόνιμες στεφάνες γύρω απ΄ αυτό να εργάζονται! Μια άλλη έδειχνε Λίμπερτυ μετά την καθέλκυση να γίνεται εξέδρα πιδάκων από τα νερά που κατακλύζονταν! Μια άλλη τον επιχειρηματία Κάιζερ να επισκέπτεται νευρολογική κλινική για να πάρει ηρεμιστικά και να τρέχει γύρω-γύρω από ένα καραβάκι! Και τέλος κάποια άλλη που παρουσίαζε ένα χρονομετρικό τσεκούρι που θα έκοβε το σχοινί συγκράτησης ενός ναυπηγούμενου Λίμπερτυ σε δεξαμενή σε όποιο στάδιο βρισκόταν μόλις συμπληρώνονταν ο χρόνος! και που στο τέλος καθελκύονταν μόνο ο σκελετός του!
  • Από τις καλλίτερες γελοιογραφίες για την καθέλκυση των Λίμπερτυ ήταν εκείνη που παρουσίαζε 3-4 εργάτες να σηκώνουν ένα ολόκληρο τμήμα πλώρης με την πολύγλωσση λεζάντα:
"Hurry up, you chaps. We' re 34 seconds behind schedule"
"Dépêche vous les gars! Nous avons 34 secondes de retard sur l' horaire"
"Κάντε γρήγορα, παιδιά. Είμαστε πίσω 34 δευτερόλεπτα!
"Sputer euch, jungena. Vir sind 34 sekunden zurück!
  • Όμως, ο χαρακτηρισμός των Λίμπερτυ, από τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο, για όλα τα παραπάνω υπήρξε καταλυτικός! "όψη φοβερά".